Απ’ όλες τις θρησκευτικές εορτές, μόνο το Πάσχα δεν παρουσίαζε σχεδόν καμία παραλλαγή στον τρόπο του εορτασμού του σε όλες τις πόλεις του Πόντου. Ό,τι γράφουμε για το Πάσχα στην Τραπεζούντα, νομίζουμε ότι θα μπορούσε να γραφτεί για όλες τις πόλεις του Πόντου.
~
Το βράδυ σαν μαζεύονταν όλοι στο σπίτι, μικροί-μεγάλοι, αν εντός της ημέρας δεν είχαν λουστεί στο χαμάμ, θα λούζονταν στη σκάφη που τους περίμενε στην ασχανά (κουζίνα), όπου έβραζε το χαλκόν (καζάνι). Πρώτα οι μικροί και τελευταίοι οι μεγάλοι. Ακολουθούσε το άλλαγμαν, δηλαδή η αλλαγή των εσωρούχων, των σεντονιών κτλ., και χωρίς καμία άλλη διαδικασία πήγαιναν στο κρεβάτι. Έπρεπε να πέσουν από νωρίς γιατί στις 3:00 μετά τα μεσάνυχτα θα τους ξυπνούσαν τα χτυπήματα του ζαγκότζου στην πόρτα.
Ο ζαγκότζ’ ή ζαγκότζον (ποια να είναι άραγε η ετυμολογία της λέξης;) ήταν το όνομα που έδιναν στον νυχτοφύλακα (παζβάντς), κάποτε και στον καντηλανάφτη, μόνο εκείνη τη νύχτα, σαν τίτλος εξαιρετικός, για εξαιρετικό λειτούργημα.
Ο παζβάντης (παζβάντ’ς), ενώ κάθε βράδυ καθ’ όλο το έτος με τα ρυθμικά χτυπήματα της βαριάς μαγκούρας του σήμαινε τις ώρες, εκείνη τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούσε με την ίδια μαγκούρα με ιδιαίτερο ρυθμό μία-μία τις πόρτες των χριστιανών κατά τις 3:00 περίπου μετά τα μεσάνυχτα για να τους ξυπνήσει να ετοιμαστούν και να πάνε στην εκκλησία.
Αυτή η συνήθεια έμεινε απ’ την εποχή που οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους χριστιανούς να έχουν καμπάνες στις εκκλησίες τους, ούτε και σήμαντρα ακόμη. Και αν μελετήσει κανείς το ζήτημα θα βρει πως τα ρυθμικά αλλά βροντερά χτυπήματα των δικών μας ημερών θα ήταν στις μαύρες μέρες της σκλαβιάς ελαφρά, συνθηματικά.
Μόλις λοιπόν βροντούσε η πόρτα από τα χτυπήματα του ζαγκότζου ξυπνούσαν και ετοιμάζονταν για την εκκλησία, όπου πήγαιναν όλοι εκτός από όσους ήταν υποχρεωμένοι είτε από ασθένεια είτε για την περιποίηση των μωρών ή των ασθενών να παραμείνουν στο σπίτι.