Υπό τον τίτλον τούτον η Καθημερινή εδημοσίευσεν ανταπόκρισιν εξ Αμερικής, χαρακτηρίσασα το έθιμον ως «εκκεντρικόν». Το κύλισμα (κύλιγμαν ή κύλιμαν) των αυγών εις την πατρίδα μου ήτο συνήθεια παλαιά, και επί τη ευκαιρία αναφέρω τα έθιμά μας για το τσούγκρισμα των αυγών.
Την πρώτην ημέραν του Πάσχα ετσούγκριζαν (εντούναν) μόνον την μύτην του αυγού, τας επομένας δε ημέρας και τον πάτον. Αυγά εκτυπούσαν μόνον ψημένα. Μερικοί κετέφευγον εις καταστρατηγήσεις. Έψηναν το αυγό στην στάκτη επάνω στην μύτην, ώστε να ισχυροποιείται αυτή (τσιχτσιρίνον). Άλλοι έκαναν μικρή τρύπα στο ωμό αυγό, το άδειαζαν και έβαζαν μέσα πίσσαν (πισσάνον). Το αυγό εγίνετο πολύ δυνατό (γότζ’ το έχον δυνατή φλούδα, ωμόν το αδύνατο).
Εννοείται ότι οι νοθεύσεις εγνωρίζοντο εύκολα. Εν χρήσει ήσαν και τα αυγά της μελεαγρίδος («ταϊγάνας»), που ήσαν πολύ δυνατά.
Πριν να γίνη το τσούγκρισμα εκτυπούσαν τα αυγά στα δόντια, για να δοκιμάσουν την αντοχήν των. Οι πεπειραμένοι εύκολα ανεγνώριζαν αν τ’ αυγό ήταν γότζ’ ή ωμόν, ή παχυτσέπλ’κον (με χονδρή φλούδα), οπότε δύσκολα ημπορούσαν να διακρίνουν την αντοχήν του.
Τα ωμά είπαμε ότι απεκλείεντο. Άλλως τε στην δοκιμήν με τα δόντια δεν ήτο εύκολον να γνωρισθή η αντοχήν των. Έχανεν εκείνος που του έσπαναν τ’ αυγό και ήτο υποχρεωμένος να το δώση στον νικητή. Και έτσι εκείνοι που έτυχε να έχουν γοτζίας, κόττας δηλαδή που γεννούσαν δυνατά αυγά, εμάζευαν πολλά σπασμένα. Τότε αυτομάτως ξεπηδούσε το έθιμο του κυλίσματος.
«Ας κυλίζωμε!». Εξέλεγαν ένα μέρος με μικράν κλίσιν και εσημείωναν στο ύψος την αφετηρίαν. Από εκεί άφινεν ο Α. το αυγό του να κυλισθή, έως ότου κάπου εσταματούσε, σε απόστασι ενός ή δύο μέτρων. Κατόπιν απέλυε και ο Β. Αν το αυγό του έφθανε το άλλο αυγό και το χτυπούσε, ο Β. εκέρδιζε το αυγό του Α. Αν όχι, έπαιρνεν ο Α. το αυγό του και το ξανακυλούσε έως ότου να κερδίση ο ένας.
Εννοείται ότι το κύλιγμαν ήτο παιγνίδι παιδικό. Οι μεγάλοι περιωρίζοντο στο τσούγκρισμα. Εις Αργυρούπολιν και μερικά χωρία το τσούγκρισμα εξέφευγεν από εορταστικό έθιμο και καταντούσεν επιχείρησις.
Οι θέλοντες να τσουγκρίσουν έβαζαν στην σειρά καθένας δέκα, είκοσι ή περισσότερα αυγά και άρχιζαν το τσούγκρισμα με τη σειρά. Εκείνος, στο χέρι του οποίου έμενε το γερό αυγό, εκέρδιζεν όλα.
Τ’ αυγά τα κοκκίνιζαν με χρώμα κόκκινα συνήθως ή με ρίζες αυλουκίου (λάπατα), οπότε έπαιρναν χρώμα κίτρινο ανοιχτό, ή με φλοιούς κρομμύου, οπότε έπαιρναν χρώμα πορτοκαλί, σπανίως δε πράσινα, μαύρα ή μελανί. Σημασίαν είχε ποίος να κάθεται, να κρατήση δηλαδή κάτω το αυγό και ο άλλος να κτυπήση. Ενίοτε εγίνοντο παζάρια ποίος να κάτση, οπότε εκείνος που εθεωρούσεν ότι το αυγό του ήτο αδύνατον, έλεγα «παίρω τ’ ωβό σ’ και κάθουμαι». Ο άλλος όμως αντέκρουε «Εγώ α σ’ ωβό μ’ ’κ’ εβγαίνω!».
Άλλη πονηρία ήτο να κτυπήση κανείς όχι στην μύτη, αλλά ολίγον πλαγίως, οπότε ασφαλώς το κάτω αυγό έσπανε. Γι’ αυτό, εκείνος που κρατούσε το αυγό στην φούχτα του, δεν άφινε πολλήν επιφάνειαν στον αντίπαλον για να μην κτυπήση όπου θέλει.
Την ημέραν της Αναστάσεως έφερνε κάθε οικογένεια πέντε αυγά ψημένα στην εκκλησία. Ο παπάς «ευχίαζεν ατα» (διάβαζεν ευχή) και εκρατούσε τα δύο, τα δε άλλα έτρωγαν μέλη της οικογενείας στο πρώτο αναστάσιμο γεύμα αναφωνούντα: «Ση Χριστού το όνομαν και ση δαβόλ’ την σπάσ’», εξυπονοούντα ότι εκράτησαν την νηστείαν για το όνομα του Χριστού και τώρα αρτύνονται (μαντσιρίζ’νε). Πολλοί τα εφύλαγαν για την ημέρα της Αναλήψεως ή και τα έτρωγαν τότε χωρίς να χαλάσουν τ’ αυγά.
Επίσης και στην εορτή του Αγ. Γεωργίου 23ην Απριλίου «εντούσαν ωβά».
Τ’ ωβόν, εις Σούρμενα τ’ ωβγό, τ’ άσπρον τ’ ωβού το ασπράδι, το χώρ‘ ο κρόκος, εις Σούρμενα κοκκινάρα.
Π. Η. Μελανοφρύδης
Ποντιακή Εστία – Λαογραφικόν Περιοδικόν
Έτος Δ΄, Αύγ-Σεπτ. 1953, τχ 8-9.