Θρύλος ή Ιστορία; Ο ίδιος ο Φίλωνας Κτενίδης στο δημοσίευμα που έκανε στην Ποντιακή Εστία τον Μάρτιο του 1954 δεν απαντά ξεκάθαρα για το περιστατικό που καταγράφει, ωστόσο παραθέτει ως πηγή τον Περικλή Τριανταφυλλίδη και τα «Προλεγόμενα» του έργου Φυγάδες. Πρωταγωνιστές της ιστορίας που μας γυρνά πίσω στον Μάρτιο του 1821 στην Τραπεζούντα είναι ο μητροπολίτης Παρθένιος και ο Οσμάν πασάς Σιατιρζατές, ένας πλούσιος Τούρκος πρόκριτος, διοικητής της Τραπεζούντας.
«Εκείνη η μέρα του Ευαγγελισμού δεν έμοιαζε μαρτιάτικη. Καταπράσινες οι πλαγιές του Μελέθριου, ακόμη και το πλάτωμα της κορυφής του, όπου το παρεκκλήσι του Αγιάννη του Βαπτιστή, το φτιαγμένο πάνω στα ερείπια των θεμελίων και τα συντρίμμια του αγάλματος του μεγάλου θεού Μίθρα. Μοσχομύριζαν όλοι οι δρόμοι και τα στενοσόκακα της Τραπεζούντας (…). Μια τέτοια κραιπάλη από αρώματα και χρώματα μόνο στις αρχές του Μάη έβλεπε κανείς άλλες χρονιές». Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά την αφήγησή του ο Φίλωνας Κτενίδης, προτού πάει τον αναγνώστη μέσα στον μητροπολιτικό ναό της πόλης όπου χοροστατούσε ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Παρθένιος από την Τρίπολη του Πόντου και ιερομόναχος της Παναγίας Σουμελά.
Μερική άποψη της Τραπεζούντας από τη θάλασσα.
Στο κέντρο δεσπόζει ο καθεδρικός ναός του Αγ. Γρηγορίου, δεκαετία 1890
(πηγή: Ιστορική & Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος)
Αντίδωρο από τα χέρια του μητροπολίτη πήρε και το πλήρωμα του χιώτικου καραβιού που είχε δέσει στο λιμάνι. Ένας από τους ναυτικούς έδωσε στον ιερωμένο ένα χαρτί που έγραφε: «Γρηγορείτε. Σύντομα αετοί επιτίθενται κατά λύκων. Φρουρείτε αφρούρητο ποίμνιο». Η εντολή στον Παρθένιο ήταν να κάψει το μήνυμα μόλις το διαβάσει· έτσι, κατά τον Φίλωνα Κτενίδη, έφτασε στους Έλληνες της Τραπεζούντας η είδηση της Επανάστασης στην Ελλάδα.
Σκεπτόμενος πώς πρέπει να δράσει, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας προσποιήθηκε τον άρρωστο. Την επομένη οι δημογέροντες πήγαν ανήσυχοι στο Συνοδικό, όπου και έμαθαν τα νέα.
«Χθες μου ήρθε το μεγάλο μήνυμα, το μήνυμα που το περίμενα καιρό, και μαζί μου όλο το Έθνος», τους είπε. Η προσποιητή ασθένεια του δεσπότη κράτησε αρκετές ημέρες, μέχρι που δέχτηκε την επίσκεψη του Γιουσούφ, του αρχηγού της προσωπικής φρουράς του διοικητή της Τραπεζούντας. Ο κρυπτοχριαστιανός Γιουσούφ αποκάλυψε στον μητροπολίτη ότι η Κωνσταντινούπολη είχε ενημερώσει για την Επανάσταση και ότι επίκειται συνεδρίαση όλων των Τούρκων αξιωματούχων καθώς η εντολή είναι να υπάρξουν αντίποινα. «Στην Πόλη κρεμάσανε τον Πατριάρχη και σφάζουν τους Ρωμιούς στους δρόμους. Το ίδιο ετοιμάζονται να κάμουν κι αυτοί εδώ, και στα χωριά και παντού», του είπε.
Χωρίς να χάσει χρόνο ο Παρθένιος κάλεσε τον Οσμάν πασά για να του προσφέρει μια κασέλα με λίρες, χρυσαφικά και πολύτιμους λίθους που προορίζονταν για να χτιστούν νέα μητρόπολη και νέο σχολείο. «Ξέρω πως για πολλούς τα χρήματα είναι ο καλύτερος τρόπος για ν’ αλλάξουν γνώμη», είπε ο Έλληνας ιεράρχης, ωστόσο ο Τούρκος πρόκριτος έσπρωξε την κασέλα και έφυγε.
Οθωμανός αξιωματούχος. Του Γεράσιμου Πιτζαμάνου, μολύβι και υδατογραφία σε χαρτί
(πηγή: Ιστορική & Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος)
Αργότερα, περί τα μεσάνυχτα, η συνάντηση των Τούρκων αξιωματούχων έγινε μέσα σε κλίμα φανατισμού, όχι μόνο για την προδοσία αλλά και για την ύβρη απέναντι στον σουλτάνο. «Θάνατος στους γκιαούρηδες», ήταν το σύνθημα. Ωστόσο, όταν πήρε το λόγο, ο Οσμάν πασάς δήλωσε ότι αρνείται να ακολουθήσει τις διαταγές, και μάλιστα έδωσε και εγγύηση για την πίστη και την υπακοή των Ελλήνων. Μπροστά στην επιμονή των υπολοίπων εκτόξευσε ακόμα και απειλές, τονίζοντας ότι όσο ζει δεν θέλει να δει χριστιανό σφαγμένο. «Και ούτως εσώθησαν οι χριστιανοί», σημειώνει ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, και προσθέσει ότι ο διοικητής της Τραπεζούντας ανέθεσε σε ενόπλους την προστασία τους.
Η ανεκτίμητη προσφορά του Οσμάν πασά στους χριστιανούς του Πόντου δημιούργησε το θρύλο ότι ήταν κρυπτοχριστιανός.
Η γυναίκα του, άλλωστε, ήταν Ελληνίδα από την Τραπεζούντα η οποία δεν εξισλαμίστηκε. Λέγεται μάλιστα πως το κονάκι (σαράι) των Σιατιρζατέδων που βρισκόταν στο λόφο Καλετζούκ πυρπολήθηκε στα τέλη του 19ου αι. για να καταστραφούν τα στοιχεία που υπήρχαν σ΄ αυτό και αποκάλυπταν την ελληνική καταγωγή των ενοίκων του.