Οι νοικοκυρές από τη Μεγάλη Πέμπτη έκαναν τα τσορέκα, έβαφαν τα ωβά, και τη Μεγάλη Παρασκευή έφερναν στην εκκλησία αυγά, μαζί με δείγματα των προϊόντων που παρήγαγαν τα χωράφια της οικογένειας (στα χωριά) και τα τοποθετούσαν είτε στο ιερό είτε σε μια γωνιά του κύριου χώρου της εκκλησίας, για να «διαβαστούν». Τα αυγά αυτά ήταν όσα και τα μέλη της οικογένειας και τα έλεγαν «ευχασμένα ωβά». Αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη» τα έτρωγαν, αλλά δεν τσούγκριζαν μ’ αυτά. Τα θεωρούσαν μάλιστα θεραπευτικά. Το σιτάρι που πήγαιναν κλεισμένο στο σακούλι τους οι νοικοκυρές να διαβαστεί, το ανακάτευαν μέσα στο σπόρο το φθινόπωρο, να ευλογηθεί κι αυτός από εκείνο.
Ένα απ’ τα «ευχασμένα ωβά» έμπαινε στο εικονοστάσι (εικονοστάτε) και ήταν το αυγό της εικόνας.
Σε ορισμένα μέρη έβαφαν τ’ αυγά το Μέγα Σάββατο. Το χρώμα που προτιμούσαν ήταν το κόκκινο, αλλά τα έβαφαν και κίτρινα, πράσινα, γαλάζια, ή τα έκαναν πλουμιστά. Τα «τορνίκα» ήταν τα πασχαλιάτικα αυγά που είχαν πάνω τους διάφορα σχέδια ζωγραφισμένα. Οι φανατικοί του τσουγκρίσματος των αυγών έκαναν τα τσιχτλιρένα ωβά. Δηλαδή, άνοιγαν ένα λάκκο στη χόβολη του τζακιού, αράδιαζαν εκεί τ’ αυγά με τη μύτη προς τα κάτω κι ύστερα τ’ άφηναν να ψηθούν σιγά-σιγά επί μιαν ημέρα, με το περιεχόμενο του αυγού να συγκεντρώνεται στη μύτη και να γίνεται μαύρο και σκληρό σαν πίσσα. Πολλοί χρησιμοποιούσαν ταϊγάνας ωβά (αυγά φραγκόκοτας), που επίσης ήταν σκληρά.
Π. Τανιμανίδης
- Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.