Η λέξη παρπουλάμαν προέρχεται από την τουρκική parpullamak (μαγεύω, διαβάζω μαγικά).
Πρόκειται για τη θεραπεία των λυσσώντων, που γινόταν ως εξής: Ο παρπουτζής (ο θεραπευτής των λυσσώντων) πήγαινε σε κάποια βρύση, από την οποία έπαιρνε με το στόμα του σαράντα φορές νερό και το έριχνε μέσα στο σιτίλ’ (τσίγκινο σκεύος). Ύστερα, κρατώντας στα χέρια του το δοχείο αυτό ανέβαινε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Κάτω από το δέντρο έφερναν αλυσοδεμένο τον άρρωστο οι συγγενείς του και τον περιφέρανε ολόγυρά του.
Όσο χρόνο διαρκούσε η περιφορά, ο θεραπευτής απεύθυνε στον συνοδό του ασθενή την ερώτηση-επωδό: «πόθεν έρχεσαι;».
Κι εκείνος του απαντούσε: «τσιρπιτσιτέν κελίορουμ, παρπουτσιά κιτίομ» (πηγαίνω σ’ αυτόν που θεραπεύει τους λυσσασμένους). Τη στιγμή εκείνη ο θεραπευτής έπαιρνε νερό με το στόμα του από το σκεύος και το έριχνε πάνω στον λυσσασμένο. Παράλληλα απάγγελλε χαμηλόφωνα ευχές-επωδούς. Το ρίξιμο του νερού γινόταν σαράντα φορές. Αφού ο θεραπευτής έριχνε νερό και για τεσσαρακοστή φορά, οι συγγενείς του αρρώστου τον οδηγούσαν στο σπίτι.
Λόγω της σοβαρότητας της αρρώστιας η αμοιβή του θεραπευτή ήταν μεγάλη (βόδι, πρόβατο κτλ.). Άλλοτε πάλι ο παρπουτζής στεκόταν σε δύο τραπέζια, τοποθετημένα σε απόσταση μεταξύ τους, και κάτω από τα ανοιχτά σκέλη του περνούσε ο λυσσόδηκτος.
Το παρπουλάμαν γινόταν και σε περιπτώσεις επιδημίας, όταν έπρεπε να γητευτούν άνθρωποι και ζώα.
Τότε ο παρπουτζής ανέβαινε σε μια οριζόντια σανίδα, που στηριζόταν σε δύο αντικρινά σπίτια, τα οποία χωρίζονταν από ένα δρόμο. Πριν ανεβεί εκεί, μασούσε τρία τσιμπούρια. Ο κήρυκας στο μεταξύ καλούσε τους χωρικούς να περάσουν κάτω από τη σανίδα μαζί με τα κατοικίδια ζώα τους, και ενώ γινόταν αυτό, ο γητευτής έλεγε διάφορα ξόρκια και έφτυνε πάνω τους.
Γ. Χατζόπουλος
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.