Γνωστό το δημοτικό άσμα «Ο Μονόγιαννες», του οποίου υπόθεσις είναι η εξής: Εννιά βοσκοί εφύλαγαν μαζί εννιά χιλιάδες πρόβατα στα παρχάρια του Πόντου. Μίαν ημέραν «οι πέντ’ επήγαν σην φιλιάν κι οι τρίος σην αγάπην», δηλαδή οι οκτώ τσομπάνηδες απουσίασαν για ερωτοδουλειές, πήγαν να επισκεφθούν τα σπίτια των ή την αρραβωνιαστικιά των. Έτσι έμεινεν ο Μονόγιαννες να φυλάγει όλα τα ποίμνια μαζί…
Εννιά μέρους κι εννιά νυχτούς
ο Γιάννες ’κ’ εκοιμέθεν,
έως ότου, αποκαμωμένος πλέον από την αγρυπνίαν, ακούμπησε στο ραβδί του και τον πήρε. Ξυπνά όμως μετ’ ολίγον ο Γιάννης και δεν βλέπει πουθενά πρόβατα. Τρέχει απηλπισμένος σε βουνά και λαγκάδια. Πουθενά τα πρόβατα.
(Λεπτομέρεια από πίνακα της Σοφίας Βλάχου)
Τέλος στο σταυροστράτι απαντά ένα λυκάρθωπον. Δεν είναι κλέφτες (κλέπτης) ούτε χαραμής (άρπαξ, ληστής, φονιάς). Είναι κάτι χειρότερον: Λυκάρθωπος (ληστής φοβερός, άπληστος και άγριος). Ο Γιάννης τον εξορκίζει και τον ρωτά αν είδε πουθενά πρόβατα, κι εκείνος απαντά: «σον θο μ’ κι αν εκατέρξες (μ’ εξόρκισες), με την αληθείαν θα λέγω.
χίλια έφαγα την πιρνήν, μύρια το μεσημέρι
κι άλλα σεράντα δώδεκα ση ήλ’ ιμ’ την ’πιδέβαν.
Οι αριθμοί κατά το σύνηθες εις την λαϊκήν ποίησιν του Πόντου δεν αποδίδουν την ακρίβειαν. Ο ληστής πήρε χίλια το πρωί, μύρια το μεσημέρι, κι άλλα σεράντα-δώδεκα (αριθμός απροσδιόριστος: αμέτρητα) κατά το ηλιοβασίλεμα. Ο τελευταίος στίχος λέγεται και «κι άλλα σεράντα δώδεκα απ’ όθεν κι απ’ κείθεν» (που επεριμάζεψα από δω κι από κει).
Ο Μονόγιαννες ετραγουδείτο συχνά στας διασκεδάσεις ως καθηστικόν (τουρκ.: οτουράχκον), κατ’ αντίθεσιν προς το χορευτιακόν.
Παντελής Μελανοφρύδης
Ποντιακή Εστία – Λαογραφικόν Περιοδικόν
Έτος 13ον, Νοέμ.-Δεκ. 1962, τχ 11-12, σ. 426.