Μωμοέρια και Κοζάνη. Κοτσαμάνια και Λιβερά του Πόντου. Έννοιες απόλυτα ταυτισμένες και συνυφασμένες με το χρέος της κληρονομιάς. Μιας κληρονομιάς με ιδιαίτερο πολιτιστικό φορτίο, που κρατήθηκε αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου αποτυπώνοντας επακριβώς τον ορισμό της παράδοσης και επαληθεύοντας τη ρήση του Ν. Καζαντζάκη ως προς το χρέος του καθενός απέναντι στη ράτσα του.
Είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε την ιστορία και το παρελθόν μας, να δυναμώνουμε και να αναδεικνύουμε το παρόν μας, ώστε να μπορούμε να δημιουργήσουμε σπουδαίες προοπτικές για το μέλλον.
Πρέπει λοιπόν, πέρα από σκοπιμότητες και μικροσυμφέροντα, να διαφυλάττουμε και να ενισχύουμε ό,τι κληρονομήσαμε –ο καθένας μας ξεχωριστά και οι σύλλογοι ομαδικά, όπως και καταστατικά εντέλλονται– ώστε να οικοδομήσουμε σε στέρεες βάσεις και να θεμελιώσουμε σωστά, διαφορετικά είναι βέβαιο ότι το οικοδόμημα δεν θα παρουσιάσει τις απαραίτητες αντοχές στους τριγμούς που θα συναντήσει, και μοιραία θα καταρρεύσει.
Πρόσφυγες, σχεδόν στο σύνολό τους, οι κάτοικοι των οχτώ χωριών της Κοζάνης (Τετράλοφος, Κομνηνά, Αλωνάκια, Πρωτοχώρι, Καρυοχώρι, Ασβεστόπετρα, Σκήτη και Αγ. Δημήτριος) μεταφέρουν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, με τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923, εκτός από την ψυχή τους και λιγοστά αντικείμενα μεγάλης αξίας και σημασίας γι’ αυτούς όπως εικόνες, σκεύη, εγκόλπια και περικεφαλαίες Κοτσαμάνων. Αντικείμενα αναπόσπαστα από το χοροθεατρικό δρώμενο των Μωμόερων, που έφεραν μαζί με τους χορούς, τη διάλεκτο και τα τραγούδια τους – τον πολιτισμό τους, γενικότερα. Έναν πολιτισμό, όμως, που ευθέως παραπέμπει σε έντονα προσδιοριστικά στοιχεία της ελληνικής μας ταυτότητας. Δρώμενα τα οποία διαδραματίζονται στο χώρο και στο χρόνο, από τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες ακολουθώντας τον κύκλο των φυσικών φαινομένων –νέκρωση της φύσης το χειμώνα και προσμονή της ανάστασης κατά την άνοιξη–, προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν με μέσα μαγικοθρησκευτικής λατρείας, αφιερώνοντας τις γιορτές αυτές στους θεούς που κατά χρόνους πίστευαν, και προσπαθώντας να εκμαιεύσουν την εύνοιάς τους, προς εκπλήρωση των ενδόμυχων επιθυμιών τους.
Έτσι, λοιπόν, τέτοια ήθη και έθιμα απαντώνται από αρχαιοτάτων χρόνων σε πολλούς λαούς και πορεύθηκαν μαζί τους στο πέρασμα των αιώνων, επιδεχόμενα, φυσικά, και τις επακόλουθες αλλαγές-τροποποιήσεις.
Προχριστιανική περίοδος
Η λατρεία των θεών ήταν απαραίτητο στοιχείο στη ζωή των ανθρώπων, και επομένως πολλές λατρευτικές γιορτές αποδίδονται, τιμητικά, σε αυτούς. Παρόμοιες ευετηριακές τελετές υπήρχαν και στην ελληνική Αρχαιότητα, διατηρήθηκαν δε και μετά την κατάρρευση της διονυσιακής λατρείας, διατηρώντας όμως κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία του παρελθόντος, όπως προσωπεία, μεταμφίεση και σκηνές νεκρανάστασης. Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τον πατέρα της λαογραφίας μας, Νικόλαο Πολίτη, ο οποίος, αναφερόμενος σε παρόμοιες ευετηριακές τελετές, μας καταθέτει:
«Οι λαϊκές ευετηριακές τελετές είναι παλαιότερες από το Αττικό Δράμα, παλαιότερες και από τις διονυσιακές τελετές».
Στα χρόνια του Βυζαντίου, με την καθιέρωση του Χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο, το έθιμο πολεμήθηκε όπως και όλες οι λεγόμενες ειδωλολατρικές-παγανιστικές εκδηλώσεις. Όμως τα ήθη και τα έθιμα που είναι βαθιά ριζωμένα στις καρδιές των ανθρώπων, δεν μπορεί να τα σταματήσει κανένας νόμος. Έτσι, αναγκάστηκαν οι πολέμιοί του να το ανεχτούν και να το εντάξουν στις επίσημες εκδηλώσεις της περιόδου των Χριστουγέννων. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις που κύρια μορφολογικά χαρακτηριστικά τους είναι η μάσκα και η μεταμφίεση, στον Πόντο λέγονταν Μωμόεροι. Τον ενδυματολογικό πλούτο αυτών των εθιμικών κύκλων έρχεται να συμπληρώσει η ποικιλία των ειδικών χορευτικών μορφών που πλαισιώνουν τους θιάσους. Στις εκδηλώσεις αυτές ο χορός αποτελεί αναφαίρετο δομικό στοιχείο και λειτουργεί ως ο κατεξοχήν συντελεστής του όλου εθιμικού τυπικού. Η χορευτική μορφή είναι άμεσα συνδεδεμένη με το έθιμο και τελείται με τη συγκεκριμένη μορφή, μόνο εκείνη την ημέρα και ποτέ άλλοτε.
Ο θεατρικός χαρακτήρας του δρωμένου είναι να σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής. Η συμμετοχή του κόσμου και ο αυτοσχεδιασμός των θεατρικών προσώπων δίνουν τη δυνατότητα στο έθιμο συνεχώς να επικαιροποιείται, έτσι ώστε να αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη παραλλαγή των Μωμόερων, από τις 55 περίπου που καταγράφει και ο Χρήστος Σαμουηλίδης στη διδακτορική του διατριβή. Δίχως να διεκδικούμε τη μοναδικότητα, θα επιχειρήσουμε μια προσεκτική προσέγγιση του εθίμου, στην όσο το δυνατόν πιο πλήρη και αυθεντική του μορφή, στην περιοχή της Κοζάνης, καταθέτοντας βιωματικές εμπειρίες και γνώσεις 50 και πλέον ετών.
Μεταξύ αυτών που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο υπήρξαν ορισμένοι –και ειδικότερα στον Τετράλοφο Κοζάνης ο Γεώργιος Φιλιππίδης (Φίλπογλης), στα Κομνηνά ο Νικόλαος Ταπαντζίδης (Ταπαντζόγλης), στο Καρυοχώρι ο Χρυσόστομος Χρυσοστομίδης, στην Ασβεστόπετρα ο Ζαρομυτίδης (Ζαρομίτσ’), στα Αλωνάκια ο Ευστάθιος Κοκκινίδης, στο Πρωτοχώρι ο Νικόλαος Αδαμίδης κ.ά., όλοι τους πρωταγωνιστές του εθίμου στην πατρίδα τους (την ορεινή περιοχή της Ματσούκας)– οι οποίοι από τα πρώτα χρόνια τους στον καινούργιο τόπο διαμονής οργανώνουν και εκπαιδεύουν τους ομίλους τους, και από το 1925 (οι πρώτοι) έως και το 1927, οι Κοτσαμάνοι αρχίζουν τη δράση τους στα αντίστοιχα χωριά.
Ανήμερα Χριστουγέννων ορισμένοι και έως τα Φώτα οι υπόλοιποι, ξεκινούν τις εκδηλώσεις τους αφού προηγουμένως έχουν ρυθμιστεί και οι τελευταίες λεπτομέρειες.
Ο πρώτος χορός στήνεται στην αυλή της εκκλησίας (σε αντιστοιχία με τη συνήθεια να ξεκινούν οι εκδηλώσεις στη Λιβερά του Πόντου από το προαύλιο του Αγίου Γεωργίου). Οι κάτοικοι περιμένουν με ανυπομονησία την ευχάριστη –και απαραίτητη, γι’ αυτούς– επίσκεψη προετοιμάζοντας μεζέδες και κεράσματα, με τη συνοδεία ποτού (συνήθως τσίπουρο).
Επιθυμία όλων των νέων ήταν να συμμετέχουν στο έθιμο, και αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για όποιον εξασφάλιζε πρόσκληση για συμμετοχή. Αμέσως, αυτός και η οικογένειά του ξεκινούσαν τις ενέργειες για την ολοκλήρωση της ενδυμασίας του Κοτσαμάνου ή άλλου μέλους του θιάσου (ανάλογα με το ρόλο που του δινόταν), γιατί η ενδυμασία αποτελούσε προσωπική περιουσία του κάθε μέλους (στόλισμα γιλέκων με περίτεχνο τρόπο, διπλοραμμένες φουστανέλες και φανταχτερές περικεφαλαίες). Η συμμετοχή στο έθιμο κατ’ αυτόν τον τρόπο ισχύει και στις μέρες μας. Η μεγάλη επιθυμία των κατοίκων για συνεχή επιβίωση κατ’ έτος και το δέος που τους διακατέχει επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι εξυπηρετήθηκαν και εθνικές ανάγκες, πέραν των άλλων.
Λαμβάνοντας υπόψη πώς τα δρώμενα εξελίσσονται στο χώρο και στο χρόνο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Λιβερά, ως χώρος, απολάμβανε ιδιαίτερων προνομίων ελευθερίας και αυτονομίας, ως τόπος καταγωγής της γυναίκας του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄. Ως τέτοιο χώρο, την επισκέπτονται κατά το 19ο αιώνα άνθρωποι του πνεύματος από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, οι οποίοι με θεατρικές παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις επιχειρούν ανάταση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων του Πόντου. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά τού καταγόμενου από τη Λιβερά της Ματσούκας Χρύσανθου Δημητριάδη στην εργασία που κατέθεσε στην Ποντιακή Εστία: «Ήτο δε χάρμα οφθαλμών και ψυχής, να βλέπει κανείς 150-200 φουστανελοφόρους, ντυμένους καλά και αρματωμένους, να παρελαύνουν ή να χορεύουν στις πλατείες και στους δρόμους της Υποδιοικήσεως και να τραγουδούν ελληνικά και ποντιακά τραγούδια».
Κάτι παρόμοιο μας καταθέτει και ο Ι. Αβραμάντης στην Ποντιακή Εστία, στο Λήμα «Μωμοέρια»:
«Σο Καπίκιοϊ και ση Λιβερά εγίνουσαν Μωμοέρια τα κάλαντα, εφόρνανε ελλενικόν φορεσίαν, με φουστανέλλας και περικεφαλαίας».
Επίσης ο Οδ. Λαμψίδης, στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, περ. Αρχείο του Πόντου, γύρω από το ποντιακό θέατρο, την υπόσταση και την ιστορία του: «Ξέρω πολύ καλά ότι στον Πόντο, τα τελευταία κιόλας χρόνια, οι δάσκαλοι προσπαθούσαν να εξελληνίσουν και να αρχαιοποιήσουν το κάθε τι. Έτσι, έντυσαν τους Μωμόερους με χλαμύδα και περικεφαλαία, μια συνήθεια που μεταφέρθηκε μετά το 1922 και στην Ελλάδα, σε ορισμένες παραστάσεις των Μωμόερων».
Είναι πλέον ολοφάνερο πως η υπόθεση των Μωμόερων στη Λιβερά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ματσούκας, ήταν σημείο αναφοράς και ένδειξης της ελληνικότητας των περισσότερων κατοίκων της περιοχής, που με υπερηφάνεια αναδείκνυαν και υπηρετούσαν. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και δυσάρεστο, στις μέρες μας, να ακούγονται γύρω μας φωνές φίλων δεύτερης και τρίτης γενιάς κυρίως, που μιλούν για κακοποίηση της πολιτιστικής μας έκφρασης. Μερικές φορές, μάλιστα, οι χαρακτηρισμοί είναι ακόμη χειρότεροι (τουρκοποίηση).
Σήμερα, λοιπόν, το δρώμενο των Μωμόερων συνεχίζεται στην περιοχή της Κοζάνης, από νέους τέταρτης πλέον γενιάς, διατηρώντας όχι μόνο τον ψυχαγωγικό, αλλά και τον ευετηριακό, γονιμικό, μαγικοθρησκευτικό του χαρακτήρα. Όλα τα μέλη του θιάσου είναι νέοι άνδρες, σύμφωνα με τις επιταγές του εθίμου, οι οποίοι αντλούν τις γνώσεις τους με βιωματικό τρόπο και μας βεβαιώνουν ότι το έθιμο θα συνεχίσει να τελείται με αναλλοίωτο παραδοσιακό τρόπο και στο μέλλον, αρκεί να μην προσπαθήσουν ορισμένοι χοροδιδάσκαλοι και σύλλογοι να το εντάξουν στις δραστηριότητές τους, αγνοώντας παντελώς τη βασική αρχή της βιωματικής μεταλαμπάδευσής του από γενιά σε γενιά.
Η διαμόρφωση γνώμης αποκλειστικά και μόνο από αναγνώσεις κειμένων-εργασιών-άρθρων, σε ένα εντελώς θεωρητικό, δηλαδή, επίπεδο, αποτελεί ελλιπέστατη και εντελώς λανθασμένη προσέγγιση του δρώμενου. Οι ανεπαρκείς, ατεκμηρίωτες και δίχως βιωματικές εμπειρίες και γνώσεις προσεγγίσεις του εθίμου οδηγούν σε λάθη και στρεβλώσεις. Αντιθέτως, η σοβαρή και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση, όπως αυτή έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια μέσω αγαστών συνεργασιών, όπου η ερευνητική διαδικασία άντλησε και αξιοποίησε γνώσεις από το πρωτογενές πολιτιστικό στοιχείο, μπορεί να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα, όπως ήταν δηλαδή η εγγραφή των Μωμόερων στον διεθνή κατάλογο της UNESCO, ως μέρος της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελλήνων.
Το γεγονός αυτό καθιστά όλους εμάς ιδιαίτερα υπερήφανους για την καταγωγή μας, γιατί είχαμε την τύχη να κληρονομήσουμε από εμπνευσμένους και συνειδητοποιημένους ανθρώπους ένα τεράστιο πολιτιστικό φορτίο, το οποίο αναλλοίωτο μεταφέραμε στη συνεργαζόμενη επιστημονική ομάδα. Αυτή, πιστεύουμε, πως πρέπει να είναι η συμπεριφορά μας σήμερα, ενάντια στην επιχειρούμενη προσπάθεια απομυθοποίησης και αλλοίωσης της πολιτιστικής μας ταυτότητας, γιατί Εφιάλτες υπήρξαν και… θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Θεόδωρος Πιλαλίδης
Μέλος της κίνησης «Παρυάδρης»
(Για τη διάσωση και διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς)