Η Τραπεζούντα αποτέλεσε διαχρονικά το ιστορικό, διοικητικό και πνευματικό κέντρο του ποντιακού ελληνισμού. Ο ελληνισμός στο βιλαέτι της Τραπεζούντας στις αρχές του 20ού αιώνα και πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ανερχόταν στις 404.000 ελληνικές ψυχές, ενώ οι Τούρκοι Οθωμανοί μόνο στις 188.000. Τα Πλάτανα, με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, ήταν το επίνειο, ένας γραφικός αιγιαλός με πανέμορφα νεοκλασικά σπίτια, διάσπαρτα μέσα σε κήπους με οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια και πλατάνια αιωνόβια. Υπήρξαν πάντοτε μια πανέμορφη τοποθεσία για τους Τραπεζούντιους, που τα καλοκαίρια παραθέριζαν στις εξοχικές τους κατοικίες.
Πολλοί από τα Πλάτανα είχαν μαγαζιά στην Τραπεζούντα και ασχολούνταν με το εμπόριο. Ένα τέτοιο μαγαζί εμπορίας ποτών είχε και ο Δανιήλ Τσανισιτίδης στην κεντρική αγορά της πόλης.
Το 1914, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κάποιος Τούρκος φίλος ειδοποίησε τον Δανιήλ ότι οι Τούρκοι επρόκειτο να επιστρατεύσουν όλους τους Ρωμιούς στον τουρκικό στρατό. Τότε ο Δανιήλ πήρε την οικογένειά του και έφυγε στην πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, το Σοχούμ, τη Διοσκουριάδα των αρχαίων Ελλήνων.
Στην πόλη του Σοχούμ την ίδια χρονιά διέφυγαν πολλοί Τραπεζούντιοι για λόγους ασφαλείας. Στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο που ακολούθησε, το 1915-16, τα τουρκικά στρατεύματα ηττήθηκαν στη μάχη του Σαρίκαμις και τον Απρίλιο του 1916 οι Ρώσοι μπήκαν ως απελευθερωτές στην Τραπεζούντα. Τότε ο Δανιήλ ξαναγύρισε στα όμορφα Πλάτανα και στην Τραπεζούντα και επιδόθηκε και πάλι στο προσφιλές επάγγελμα του, της εμπορίας ποτών.
Σε κάθε συνεστίαση και χορό που διοργανώνονταν στην πόλη της Τραπεζούντας, ο Δανιήλ έπαιρνε μέρος στις χοροεσπερίδες της εποχής, ως έμπορος αστός και μέλος της κοσμικής κοινωνίας της πόλης.
Σε μια απ’ αυτές τις αστικές συνεστιάσεις, που διοργάνωσε ο Κώστας Καπαγιαννίδης, γνωστός τραπεζίτης της πόλης προς τιμήν του Γάλλου τραπεζίτη Συμεών, η πανέμορφη κόρη του Δανιήλ, η Ελισσάβετ (Λοΐζα) γνωρίστηκε με τον Γάλλο βαρόνο και αγαπήθηκαν. Την περίοδο αυτή πολυάριθμες γαλλικές εταιρείες αναλάμβαναν επενδύσεις σε πολλούς τομείς όπως το εμπόριο ξηρών καρπών, η κατασκευή σιδηροδρόμων και η εκμετάλλευση μεταλλείων.
Ο Συμεών τόσο πολύ μαγεύτηκε από την ομορφιά και την ευγένεια της ποντιοπούλας Λοΐζας που αφού δεσμεύτηκε με όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης, της υποσχέθηκε ότι σε δύο χρόνια θα επέστρεφε για να την νυμφευθεί. Το ίδιο και η Τραπεζούντια κόρη, ορκίστηκε ότι θα τον περιμένει παραμένοντας πιστή σ’ αυτόν.
Ο βαρόνος ύστερα από λίγο καιρό έφυγε για τη Μασσαλία και η πιστή Πόντια Πηνελόπη, αρνούμενη τα πολλά συνοικέσια και προξενιά που της πρότειναν, τον περίμενε καρτερικά σχεδόν δύο χρόνια. Μόλις επέστρεψε, το 1917, παντρεύτηκαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου της Τραπεζούντας.
Λίγο μετά το γάμο τους, που έγινε στην ελεύθερη Τραπεζούντα πια, αναχώρησαν για την Μασσαλία. Μετά από λίγους μήνες, τον Φεβρουάριο του 1918, η Τραπεζούντα ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους κι ένα μαύρο πέπλο σκλαβιάς και δυστυχίας ξανάπεσε στην πολύπαθη πόλη, για να οδηγηθεί ο ελληνισμός του Πόντου στο μαρτύριο της εξόντωσης και της Γενοκτονίας.
Την ημέρα του γάμου τους, κατά τη συνήθεια της εποχής, η Ελένη, μητέρα της νύφης, που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη της, έβγαλε την παρακάτω αναμνηστική φωτογραφία στο φωτογραφείο των αδελφών Κακούλη «Η Μαύρη Θάλασσα».
Η μάνα Ελένη φόρεσε τη λαϊκή της φορεσιά, τις πανέμορφες μεταξωτές της ζουπούνες, τη γραμμωτή της φωτά, και πήρε θέση ανάμεσα στο ζευγάρι όπως συνηθιζόταν. Η νύφη (νεγάμσα) στολίστηκε τα χρυσά της βραχιόλια, τα δαχτυλίδια και το μαργαριταρένιο περιδέραιο στο λαιμό της, και με το απέριττο κομψό νυφικό και τις άσπρες γόβες καμάρωνε δίπλα στον βαρόνο της!
Η Πόντια μάνα με περίσσιο καμάρι απαθανατίστηκε στη μοναδική φωτογραφία της ζωής της, στο γάμο της κόρης της με τον Γάλλο γαμπρό της.
Η κοσμοπολίτικη θεώρηση του ποντιακού πολιτισμού ήταν πάντοτε ανοιχτή στις προκλήσεις του γαλλικού και ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Γι’ αυτό οι Πόντιοι της Τραπεζούντας είχαν δημιουργήσει από τις αρχές ακόμα του περασμένου αιώνα ελληνικές κοινότητες τόσο στη Μασσαλία όσο και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Οι απόγονοι των Κομνηνών του Πόντου υπήρξαν οι πρώτοι μετανάστες προς την Κορσική της Γαλλίας. Ένα τυχαίο γεγονός στο Παρίσι με έναν Γάλλο διπλωμάτη με το επώνυμο Κομνίν (Κομνηνός) σε μια δεξίωση του ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε απλά αυτόν τον ισχυρισμό. Ο Κομνίν, όταν υποδέχθηκε τον Τούρκο στρατιωτικό ακόλουθο και αφού συστήθηκε, του ομολόγησε ότι έλκει την καταγωγή του από τους Κομνηνούς της Τραπεζούντας! Τότε ο Τούρκος, κάτωχρος, αποχώρησε από τη συνεστίαση. Ακριβώς πίσω από τον Τούρκο βρισκόταν ο Θεόδωρος Σπαθόπουλος, που παρακολούθησε την όλη στιχομυθία. Στη συνέχεια ο Κομνίν ομολόγησε στον φίλο και συναθλητή του, Θεόδωρο Σπαθόπουλο, ότι στις φλέβες κάθε δεύτερου Γάλλου διανοούμενου κυλά ελληνικό αίμα.
Ο γαλλικός Διαφωτισμός με τις αρχές του επηρέασε καθοριστικά στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα την ποντιακή διανόηση και εξώθησε τους Πόντιους της νότιας Ρωσίας στη διεκδίκηση ενός ελεύθερου ποντιακού κράτους…
Εξάλλου είναι γνωστό ότι στα περισσότερα ελληνικά σχολειά του Πόντου τα γαλλικά διδάσκονταν ως μία από τις ξένες γλώσσες.
Ο Συμεών και η Ελισάβετ έζησαν μετά το τέλος του Α΄ ΠΠ στην ηλιόλουστη μεσογειακή Μασσαλία. Εκεί συνεργάστηκαν πολύ στενά με τον μεγάλο έμπορο της Κερασούντας, τον πόντιο οραματιστή Κώστα Κωνσταντινίδη (που έστελνε τα καράβια του φορτωμένα με τα καλύτερα ποντιακά λεφτοκάρυα του κόσμου), προκειμένου να πραγματοποιηθεί το Παμποντιακό Συνέδριο στη Μασσαλία με θέμα την ανεξαρτησία του Πόντου.Το συνέδριο έγινε στις 22 Ιανουαρίου του 1918 σε κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης. Το κεντρικό μήνυμα που έστειλε το Συνέδριο συνοψίστηκε στο εθνεγερτικό πόρισμα: «Πολίτες του Πόντου εγερθείτε… Υπομνήσετε εις τα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας εις την ζωήν και την ανεξαρτησίαν».
Από τον καρπό του έρωτά τους ο Συμεών και η Ελισάβετ απέκτησαν δύο κόρες, την Ελένη και την Χριστίνα, που σπούδασαν αντίστοιχα δικηγορική και δημοσιογραφία. Ο αδελφός της Ελισάβετ, Νικόλαος, ακολούθησε την αδελφή του στη Μασσαλία και απέκτησε δύο παιδιά, τους Αλέξη και Δημήτρη Τσανισιτίδη (Τσάνη), τα παιδιά των οποίων είναι εγκατεστημένα στο Παρίσι.