Το λαϊκό δρώμενο «τη Χουσπαντιών» τελούνταν την παραμονή των Χριστουγέννων από όμιλο τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι μεταμφιέζονταν: ο ένας σε γενειοφόρο γέροντα, που ονομαζόταν Μπέης ή Αγάς, ο άλλος σε νέο με μαύρα γένια που θα υποδυόταν το ρόλο του γαμπρού, ο τρίτος σε νέο που θα υποδυόταν το ρόλο του δικαστή-κριτή κι ο τέταρτος σε ωραιότατη νέα, που ονομαζόταν Φατήκ. Οι τρεις, εκτός από την εικονική νύφη, τη Φατήκ, καθώς και οι συνοδοί τους, φορούσαν στο κεφάλι δέρματα προβάτων ή άλλων ζώων.
Την αγριότητα της εμφάνισής τους συμπλήρωνε και ο εξοπλισμός τους με ξύλινα μαχαίρια, ραβδιά και όπλα.
Με το σούρουπο ο όμιλος άρχιζε την επίσκεψη στα σπίτια. Προηγούνταν οι επισκέψεις στα πολύ φιλικά και ύστερα, ανάλογα φυσικά με τη διάθεση και την κόπωση των μελών του θιάσου, στα άλλα.
Πρώτοι έμπαιναν ο Αγάς με τη Φατήκ κι άρχιζαν το χορό με τη συνοδεία λύρας. Αφού χόρευαν λίγα λεπτά, η Φατήκ διέκοπτε το χορό κι έτρεχε δήθεν να κρυφτεί σε μια γωνιά του δωματίου.
Σε λίγο εμφανιζόταν ο ντελη-κανλής, ο νέος, και κρατώντας ξύλινο ραβδί προσποιούνταν ότι αναζητεί τη Φατήκ. Ύστερα απευθυνόταν στον οικοδεσπότη λέγοντάς του: «Καλησπέρα, νοικοκύρη. Νοικοκύρη, ο εχθρός σου να τυφλωθεί! Έχασα μια όμορφη νέα. Αυτήν ψάχνω. Βοήθησέ με να την βρω». Κι ο νοικοκύρης του απαντούσε: «Ψάξε και βρες την».
Αφού εκείνος την αναζητούσε για λίγα λεπτά χτυπώντας το ραβδί του στους τοίχους και στα έπιπλα του δωματίου, τελικά, εν αγνοία του δήθεν, χτυπούσε με το ραβδί του την κρυμμένη στη γωνιά νύφη. Αμέσως άρχιζε να οσφραίνεται, ενώ ταυτόχρονα ξεστόμιζε τη φράση: «Εδώ κάτι μυρίζει». Γεμάτος χαρά που ανακάλυψε τη Φατήκ, άρχιζε έναν ξέφρενο χορό μαζί της.
Η ενέργειά του αυτή κινούσε δικαιολογημένα τη ζήλια του παραγκωνισμένου πια γέρου Αγά, που αθέατος παρακολουθούσε από κάποια γωνιά, γεμάτος οργή, όσα συνέβαιναν.
Κι όταν η ζήλια του φούντωνε, γεμάτος οργή ορμούσε πάνω στο τρισευτυχισμένο ζευγάρι για να αποσπάσει τη Φατήκ από τα χέρια του νέου. Ο νέος αντιδρούσε. Και ακολουθούσε δυναμική πάλη για την καρδιά της πανέμορφης Φατήκ, μέχρις ότου έμπαινε στο δωμάτιο ο δικαστής-κριτής, που κρατώντας ξύλινο μαχαίρι προσπαθούσε να τους χωρίσει.
Αφού με την επέμβαση του δικαστή-κριτή τελείωνε η πάλη, ο νέος απεύθυνε στον οικοδεσπότη, που παρακολουθούσε με δέος όσα συνέβαιναν, το ακόλουθο ερώτημα:
«Αφέντη, αυτή η όμορφη νέα σε μένα ταιριάζει ή σ’ αυτόν εδώ τον σκυλόγερο;»
Κι ο «δικαστής» δεν δυσκολευόταν να εκδώσει τη δίκαιη απόφασή του: «Όχι, νέε μου, σε σένα ταιριάζει!». Και η κρίση αυτή προκαλούσε την έκρηξη χαράς του νέου, ενώ ο Αγάς λυπόταν. Aυτό το ένιωθε ο νέος και, για να μετριάσει τη θλίψη του μαραζωμένου Αγά, πρόβαινε στην εικονική διχοτόμηση της νύφης με ξύλινο μαχαίρι.
Η ενέργειά του αυτή χαροποιούσε τον Αγά και τότε όλοι, ικανοποιημένοι, επιδίδονταν σε ξέφρενο χορό.
Αφού τελείωνε ο χορός, εύχονταν στον οικοδεσπότη «καλά Χριστούγεννα» κι εκείνος τους φιλοδωρούσε με τσουρέκια, ξηρούς καρπούς, χρήματα κ.ά.
Γ. Κ. Χατζόπουλος