Την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και κατά την ημέρα των Θεοφανίων, στις περιοχές των Σουρμένων και της Ματσούκας ομάδες από νέους και εφήβους, με επικεφαλής συνήθως τον έφορο του σχολείου, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Μόλις έφταναν έξω από κάποιο σπίτι, ένας από όλους άρχιζε να λέει την ευχή: «Ο Θεός να πολυχρονίζ’ τον κύριον» (έλεγε το όνομα του νοικοκύρη), και οι υπόλοιποι έλεγαν «Αμήν».
Έπειτα έλεγαν ευχές και για τα άλλα αρσενικά μέλη της οικογένειας.
Αν στο σπίτι υπήρχε γυναίκα έγκυος, οι θημιστάντ’ έλεγαν ευχές και για το σιμαρλαεμένο, δηλαδή για το μωρό που επρόκειτο να γεννηθεί. Στη Ματσούκα, τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς («Χριστός γεννέθεν», «Καλήν εσπέραν»), λέγονταν θήμιγμαν (θήμισμαν). Δηλαδή έλεγαν τη «φήμη της γιορτής» και, κατά κάποιον τρόπο, ευφημούσαν τον νοικοκύρη.
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία.