Το όνομα κοχλίδ’ προέρχεται από το αρχαίο κόχλος ή κοχλίας (= όστρακο, μαλάκιο, σαλιγκάρι). Οι άφθονες βροχές και η υγρασία στον Πόντο δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εξάπλωση των σαλιγκαριών. Ήδη από την Αρχαιότητα γινόταν εκτεταμένο εμπόριο σύμφωνα με αναφορές του Πλίνιου, ενώ το 1927 πιστοποιείται η εισαγωγή σαλιγκαριών στην αρχαία ελληνική αποικία Οδησσό από τον Πόντο και την Κριμαία. Από ανασκαφές βρέθηκαν πολυάριθμα κελύφη, τα οποία δεν είναι ούτε πρόσφατα ούτε και απολιθωμένα.
Τα σαλιγκάρια ακολούθησαν και αυτά τη γνωστή πορεία από την Ασία και έφτασαν με το πέρασμα των αιώνων μέχρι την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία όπου και εγκλιματίστηκαν.
[…] Τα εδώδιμα είδη σαλιγκαριών στον Πόντο είναι κυρίως: α) Helix aspersa: Μικρά άσπρα βουνίσια σαλιγκάρια. Η συλλογή γίνεται την άνοιξη και το φθινόπωρο μετά από βροχή.1 β) Helix lucorum: Μεγαλύτερα, μαύρα που προτιμούν τις δασώδεις πεδινές ή λοφώδεις περιοχές.
Τα κoχλίδα μαγειρεύονταν γιαχνί (υλικά: άσπρα κοχλίδα, αλεύρι, αλάτι, κρεμμύδια, μαϊντανός, κόκκινη καυτερή πιπεριά, λάδι). Αφού περάσουν την τελετουργία της κάθαρσης (νηστεία, αλεύρι κτλ.) ξεπλένονται με αλατόνερο και ξίδι για να απομακρυνθούν οι βλέννες. Στη συνέχεια βράζουν και το νερό πετιέται. Στο επόμενο βράσιμο προστίθενται τα κρεμμύδια ψιλοκομμένα. Αργότερα προστίθεται λάδι, μαϊντανός, κόκκινη καυτερή πιπεριά και ένα κουτάλι αλεύρι.
Η θρεπτική αξία των σαλιγκαριών έγκειται στο μεγάλο ποσοστό πρωτεϊνών (12-16%) και τα ελάχιστα λιπαρά (0,5%) σε σχέση με την υψηλή περιεκτικότητα σε νερό (85%). Τα μπαχαρικά που προστίθενται βοηθούν στη διάσπαση και πέψη των πρωτεϊνών.
Θεωρούνται νηστίσιμο έδεσμα και καταναλώνονται κατά τη Σαρακοστή:
Αρ’ έρθεν η Σαρακοστή, θα τρώγωμε κοχλίδια,
’ς σα έμορφα τα δάχτυλα σ’ ιγέβνε δαχτυλίδια.