ον τίτλο Χριστουγενν’-Αϊβασιλό-Φωτα θα μπορούσε να δώσει κανείς στο δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι και τη γιορτή των Θεοφανίων. Έτσι εξυπηρετείται η οικονομία της μη επανακαταγραφής εθίμων που επαναλαμβάνονται την παραμονή κάθε γιορτής. Στον Πόντο η περίοδος από την ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Φώτων ονομαζόταν Καλαντόφωτα ή Δωδεκαήμερο. Σε μερικές περιοχές είχε και άλλες ονομασίες (στην Κρώμνη «Πιζήαλα», στα Σούρμενα «τα Αρτσιβούρτσι»). Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας η κάθε γιορτή αρχίζει από τον εσπερινό της και τελειώνει την επόμενη ημέρα. Έτσι απαγορεύεται στη διάρκειά της οποιαδήποτε εργασία, «έξεργος» ακόμη και το εργόχειρο στα «παρακάθια».
Οι δώδεκα αυτές ημέρες θεωρούνταν και «μερομήνια». H κάθε μέρα φανέρωνε τι καιρό θα κάνει τον αντίστοιχο μήνα αρχίζοντας και αντιστοιχώντας την 25η Δεκεμβρίου με το μήνα Μάρτιο.
Δεν γίνονταν γάμοι, ούτε κυκλοφορούσε κανείς τη νύχτα για να μην τον βλάψουν τα κακά πνεύματα. Μετά τη γέννηση λοιπόν του Χριστού, πίστευαν ότι τα πονηρά πνεύματα, οι «καλικάντζαροι», κυκλοφορούσαν ελεύθερα για να συνετιστούν. Αυτά όμως, αντίθετα, προσπαθούσαν να βλάψουν με κάθε τρόπο τους ανθρώπους στη διάρκεια της νύχτας, γι’ αυτό και δεν έπρεπε να κυκλοφορεί κανείς για να μη βλαφτεί (να μη βλάφκιεται), εκτός και αν κρατούσε φανάρι. Εφορμούσαν σε ομάδες για να βλάψουν οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά τους. Η βλάβη που προκαλούσαν στον κάθε άτυχο που συναντούσαν ήταν να του κλέψουν την ομορφιά, να του πάρουν τη λαλιά, να τον τυφλώσουν κτλ., δραστηριότητα που διαρκούσε μέχρι τον αγιασμό των Φώτων, οπότε ασυμμόρφωτα επέστρεφαν και σφραγίζονταν στα κλουβιά τους μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Τα ονόματά τους διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Έτσι στην Κρώμνη τα έλεγαν «πιζήαλα» επειδή είναι ζηλόφθονα (από το επίζηλα). Αλλού τα έλεγαν «περήδες» από το τουρκικό «περί» που σημαίνει μάγισσα. Η συνήθης ονομασία τους ήταν καλικάντζαροι. Εμφανίζονται σαν διάβολοι με μακριά ουρά, με κέρατα και μακριά γενειάδα, με μεγάλα δόντια, αστραφτερά μάτια και με πόδια γυρισμένα σε αντίθετη κατεύθυνση. Άλλοτε πάλι σαν σκυλιά ή κατσίκια, ή οτιδήποτε άλλα ζώα.
Για να μην τους προκαλέσουν, πολλοί δεν έλεγαν το όνομά τους, αλλά «εκείν’ που πορπατούν τη νύχταν» ή «που είν’ απ’ εμάς καλλίον!» ή «οι καλοί».
Tην παραμονή των Χριστουγέννων πήγαιναν στη εκκλησία μικρούς άρτους, «τα κολόθια» ή τσουρέκια, και τα μοίραζαν στο εκκλησίασμα την επομένη, μετά την απόλυση, για τις ψυχές των νεκρών τους. Το απόγευμα παιδιά χωρισμένα σε ομάδες έψαλλαν τα «Χριστούγεννα» έξω από κάθε σπίτι, ενώ παλαιότερα έστεκαν μπροστά στο εικονοστάσι. Το συνηθέστερο άσμα των Χριστουγέννων ήταν το «Kαλήν εσπέραν άρχοντες». Παλαιότερα ψαλλόταν το «Χριστός ’γεννέθεν χαρά ’ς σον κόσμον» ή το βυζαντινό «Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν», ή το «Άγγελος κατέβη εξ ουρανού, του Χριστού μηνύσαι την γέννησιν» κτλ.
Στα Σούρμενα έψελναν άντρες (και όχι παιδιά) το «’Ποψινό βραδύ, καλό βραδάκι, ’πόψ’ εγεννέθε καλό παιδάκι!».
Στην Τραπεζούντα και στα Σούρμενα τη νύχτα των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού τοποθετούσε σταυρωτά στο τζάκι φύλλα καρυδιάς και στη συνέχεια τα ράντιζε με κρασί. Άλλα φύλλα έπαιρναν τα μέλη της οικογένειας, τα έβρεχαν και τα έριχναν στη φωτιά για να δουν αν θα σκάσουν, πράγμα που θα σήμαινε ότι τους αγαπάει αυτός που έβαλαν στο νου τους. Άλλοι πάλι έβλεπαν την πύλη του ουρανού ανοιγμένη, οπότε έκαναν μιαν ευχή, η οποία και πραγματοποιούνταν!
Σε μερικές περιοχές του Πόντου έβγαιναν οι «μωμογέρ’» και την παραμονή των Χριστουγέννων, οπότε και αναπαρίσταναν κυρίως τους τρεις μάγους με τα δώρα· κυρίως όμως έβγαιναν στις γειτονιές τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Γνωστό είναι το έθιμο της κοπής της βασιλόπιτας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Στη Ματσούκα από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έπλαθαν από το ζυμάρι της βασιλόπιτας και τα «τριγώνια» (μικροί άρτοι σε σχήμα τριγώνου που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα). Μερικές φορές έβαζαν στο ζυμάρι λίγη ζάχαρη ή τυρί για να γίνουν πιο νόστιμα.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς η οικοδέσποινα πήγαινε «’ς σο μαντρίν» και «εκαλαντίαζεν τα ζα»· τα τάιζε δηλαδή μια μπουκιά από τα «τριγώνια» και τα πότιζε καλαντόνερο ευχόμενη «καλόν χρονίαν». Το «καλαντόνερον» το έφερναν νύχτα από τη βρύση μέσα σε στάμνα (λαΐν’). Στο σπίτι, ακουμπούσαν τη στάμνα πάνω στο τραπέζι (εφήναν το λαΐν’ ’ς σο τραπέζ και επ’ εκ’ απάν’ επαίρναν και αποίναν τ’ ατέτια τουν και υστερνά εθέκναν ατο ’ς σο μέρος αθε). Με το καλαντόνερο οι κοπέλες έβρεχαν και τα μαλλιά τους για να κάνουν μακρέα τσάμιας.
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς ήταν το «Άγιος Βασίλης έρχεται». Παλαιότερα ψαλλόταν το «Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου». Τα παιδιά που έψαλλαν κρατούσαν στα χέρια τους ένα μήλο ή πορτοκάλι.
Σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο του Πόντου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά έψαλλαν τα κάλαντα κρατώντας στο χέρι ένα ραβδί στολισμένο με φθινοπωρινά φρούτα και κόκκινο μαλλί, όπως στις πανάρχαιες «ειρεσιώνες» (είρος = έριο), σύμβολα των καρπών της γης κατά τα Πυανέψια των Παναθηναίων και κατά τα Θαργήλια.
Την παραμονή των Φώτων έστρωναν το τραπέζι με όλα τα καλά και μετά το φαγητό άφηναν τα πιάτα με τα υπολείμματα στη θέση τους για να έρθει την επομένη να το σηκώσει η Φωτεινή: «Το τραπέζ’ γουρεμένον θα έρτε η Φωτεινή σ’κώνει ατο»!
Bασίλης Tαρνανίδης
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.