Χατιρόπαρμαν λεγόταν η συλλυπητήρια επίσκεψη που γινόταν για την παρηγοριά των οικείων αποθανόντος. Μετά την κηδεία, κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού –ή και από γειτονικούς οικισμούς– πήγαιναν σε παρέες, ανά δύο και τρεις (αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς) στο σπίτι του νεκρού για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του, να παίρνε το χατίρ’.
Όλοι έρχονταν με φαγητά μέσα στο σινί, για να καθίσουν και να συμφάγουν με τους τεθλιμμένους, να μη μείνουν εκείνοι νηστικοί.
Έτρωγαν μαζί, και φεύγοντας έλεγαν τους παρηγορητικούς λόγους: ο Θεός να σχωρά ’τον (ο Θεός να τον συγχωρέσει), ’λαφρόν η νύχτα τ’ (ελαφριά η νύχτα του) κτλ.
Κάποιοι στενοί συγγενείς ή φίλοι διανυκτέρευαν εκεί, αν το έκριναν απαραίτητο. Κι αν κάποιος δεν μπορούσε να ’ρθει τη βραδιά του πένθους, ερχόταν την άλλη μέρα – ακόμη κι έπειτα από ένα ή και δύο χρόνια. Έλεγαν επίσης θάνατος έν’, αέτσ’ έν’ (θάνατος είναι αυτός, έτσι γίνεται).
Το χατιρόπαρμαν εξακολουθεί να γίνεται και τώρα σε ποντιακά χωριά.
Χατιρόπαρμαν γινόταν και με την ευκαιρία γάμου. Την Πέμπτη πριν από την Κυριακή του γάμου, ή το αργότερο το απόγευμα του Σαββάτου, πριν αρχίσουν να παίζουν τα μουσικά όργανα, δυο-τρεις στενοί συγγενείς του γαμπρού (ο πατέρας, ο θείος, ο νουνός) πήγαιναν μ’ ένα μπουκάλι ούζο και ρακοπότηρα στο χέρι να πάρουν το χατίρ’ από τους οικείους των νεκρών της χρονιάς.
Πήγαιναν σπίτι τους και πίνοντας από ένα ποτήρι ούζο έλεγαν: αιωνία η μνήμη, ή ο Θεός να σχωρά ’τον. Έτσι, έπαιρναν την άδεια των οικείων του νεκρού να παίξουν τα όργανα. Αν δεν γινόταν αυτό, εκείνος που είχε πένθος δεν μπορούσε να πάει στο γάμο ή να στείλει δώρο στο γαμπρό. Και το έθιμο αυτό ακόμη τηρείται.
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού / Σάββας Παπαδόπουλος.