Ο μοθόπωρον (ή μοθοπώριν), ήταν η εποχή που γύριζαν οι ξενιτεμένοι (ξενιτάντ’) στους δικούς τους, ιδιαίτερα όσοι έφευγαν σε κοντινές περιοχές, π.χ. οι χτίστες. Σχετικό και το δίστιχο:
Ούλ’ περιμέν’ν την άνοιξην,
κι η κόρ’ το μοθοπώρι.
Τ’ άθθα αθθούν την άνοιξην,
κι η κόρ’ το μοθοπώρι.
[Όλοι περιμένουν την άνοιξη, / κι η κόρη περιμένει το φθινόπωρο.
Τ’ άνθη ανθούν την άνοιξη, / κι η κόρη το φθινόπωρο.]
Στα μέρη όπου υπήρχαν ξενιτεμένοι, οι αγαπημένοι έσμιγαν το φθινόπωρο, μετά ένα χωρισμό, που διαρκούσε όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τότε γίνονταν συνήθως –σ’ αυτά τα χωριά– οι αρραβώνες (τα σουμάδα).