Η αζαλέα η ποντική, κοινώς τσιφίν, είναι θαμνώδες φυτό του Πόντου (Azalea Pontica ή ροδόδενδρον το ωχρόν), αυτοφυές, που απαντάται περισσότερο στα ορεινά μέρη του. Τα φύλλα του εμφανίζονται μετά την ανθοφορία. Όλα τα μέρη του φυτού –φύλλα, κλαδιά, βλαστοί, λουλούδια κτλ.– είναι δηλητηριώδη.
Η τοξικότητα του φυτού, ιδιαίτερα του μελιού που έκαναν οι μέλισσες από το νέκταρ των λουλουδιών του, ήταν γνωστή ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Στο μέλι αυτό αναφέρεται ο Ξενοφών γράφοντας σχετικά: «Τα δε σμήνη πολλά ην αυτόθι, και των κηρίων όσοι έφαγον των στρατιωτών πάντες άφρονες τε εγίγνοντο και ήμουν και κάτω διεχώρει αυτοίς· ορθός δ’ ουδείς εδύνατο ίστασθαι, αλλ’ οι μεν ολίγον εδηδοκότες σφόδρα μεθύουσιν εώκεσαν, οι δε πολύ μαινομένοις, οι δε και αποθνήσκουσιν» (και τα σμήνη των μελισσών ήταν πολλά εδώ –στη χώρα των Κόλχων– και όσοι από τους στρατιώτες έφαγαν από τις κερήθρες όλοι γίνονταν σαν τρελοί. Και έκαναν εμετό και τους έπιανε ευκοίλια και κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, αλλά αυτοί που έφαγαν λίγο έμοιαζαν με μεθυσμένους. Εκείνοι, όμως, που έφαγαν πολύ έμοιαζαν με τρελούς κι άλλοι με πεθαμένους).
Για το ποντικόν ή μαινόμενον μέλι γράφει επίσης και ο Αριστοτέλης: «Εν Τραπεζούντι τη εν τω Πόντω γίγνεται το από της πύξου μέλι βαρύοσμον· καί φασι τους μεν υγιαίνοντας εξιστάναι, τους δ’ επιπλήκτους και τελείως απαλλάττειν». Ο Αριστοτέλης αποδίδει στην πύξο (=πυξάρι) τις ιδιότητες του μαινόμενου μελιού. Το ίδιο κάνει και ο Αιλιανός σημειώνοντας: «Εν Τραπεζούντι δε τη Ποντική εκ της πύξου γίνεσθαι μέλι πέπυσμαι, βαρύ δε την οσμήν τούτο είναι και ποιείν τους μεν υγιαίνοντας έκφρονας, τους δ΄ επιλήπτους ες υγείαν επανάγειν αύθις…».
Το μαινόμενο μέλι μνημονεύουν επίσης ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, ενώ ο Πλίνιος ο νεότερος σημειώνει ότι οι Ρωμαίοι, παρόλο που δέχονταν κερί ως φόρο από τους Πόντιους, αρνούνταν να πάρουν μέλι. Από τους νεότερους αναφέρονται σε αυτό το μέλι ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, στο έργο του Περιήγησις εν Πόντω και ο Πανάρετος Τοπαλίδης, ο οποίος υποστηρίζει ότι «το μαινόμενον μέλι γίνεται από τα άνθη της μελίας».