Οι μελετητές της λαογραφίας αναφέρουν ότι τα πανηγύρια (η πανήγυρις, για τους αρχαίους) διατηρούν πολλά αρχέγονα στοιχεία τα οποία συντίθενται με νεότερα – κυρίαρχο είναι το «αυθόρμητον του λαϊκού πολιτισμού», όπως έχει γράψει η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος.
Στα παρχάρια του Πόντου, όπου τους καλοκαιρινούς μήνες μεταφέρεται η κτηνοτροφική ζωή, με λιβάδια ως εκεί που φτάνει το μάτι, τα υπαίθρια πανηγύρια είναι σημείο αναφοράς.
Πιο γνωστό (και πλέον πιο τουριστικό από όλα, καθώς η φήμη του ξεπερνά τα όρια της σημερινής Τουρκίας) είναι αυτό που γίνεται στο παρχάρι της Κατίρκαγιας (τουρκικά: Kadırga), το οποίο ανήκει στην Τόνια και βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα της Τραπεζούντας με την Αργυρούπολη. Για την προέλευση του ονόματος η Μυροφόρα Ευσταθιάδου καταγράφει δύο εκδοχές: η μία ότι προκύπτει από τις λέξεις katir (μουλάρι) και kaya (βράχος), ενδεικτικό της απότομης τοποθεσίας, και η δεύτερη είναι ότι προέρχεται από τη λέξη «κάτεργο», με την έννοια του πλοίου, καθώς λέγεται ότι εκεί είχαν βρεθεί κομμάτια ξύλου από καράβι. Κάποιοι μελετητές μάλιστα μιλούν και για την κιβωτό του Νώε.
Για τους ελληνόφωνους κυρίως του νομού Τραπεζούντας το πανηγύρι της Κατίρκαγιας είναι ένα σημείο συνάντησης, ένα ετήσιο γεγονός ιδιαίτερης σημασίας. Μιας και πραγματοποιείται κάθε τρίτη Παρασκευή του Ιουλίου, πολλοί το ταυτίζουν και με τη γιορτή του Προφήτη Ηλία. Αν και πια αρκετοί είναι αυτοί του του… γυρνούν την πλάτη καθώς η εμπλοκή των δήμων στη διοργάνωση του έχει αφαιρέσει πολλά παραδοσιακά στοιχεία από τη γοητεία του (πλέον στήνονται εξέδρες και μικροφωνικές εγκαταστάσεις), εντούτοις εκατοντάδες συνεχίζουν να δίνουν το παρών. Άλλωστε κάθε χρόνο στο συγκεκριμένο παρχάρι μαζεύονται 30.000-40.000 άνθρωποι.
Παλιά, θυμούνται οι Τονιαλήδες, στα καφενεία των χωριών της Τόνιας το βράδυ της Τετάρτης έκαναν μουχαπέτ’, κάτι σαν «ζέσταμα» για το γλέντι που θα ακολουθούσε. Την Πέμπτη το πρωί έπαιρναν τον λυράρη (κάθε χωριό τον δικό του), ψώνιζαν φαγητά και ρακή και χορεύοντας πήγαιναν στο παρχάρι με τα πόδια. Ποδαρόδρομος για 6, 7, ίσως και περισσότερες ώρες.
Σε κάθε χωριό και οικισμό από τον οποίο περνούσαν έστηναν γλέντι, γλέντι έστηναν και το βράδυ που έφταναν στον προορισμό τους.
Τους φιλοξενούσαν σε σπίτια, 10-15 άτομα κοιμόντουσαν μαζί, άλλοι κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο, βουνίσιοι γαρ. Αχανής έκταση το παρχάρι, την Παρασκευή το πρωί κάθε χωριό κατέβαινε στο κέντρο της αλάνας, εκεί όπου βρίσκεται ο κύκλος του χορού. Λύρες, νταούλι και ζουρνάς τα όργανα, κι ένας κύκλος χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς πρωτοχορευτή. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα: Δεν γίνονται μικρότεροι κύκλοι, όσοι δεν επιθυμούν να χορέψουν απομακρύνονται από αυτόν, δεν υπάρχουν «πρωταγωνιστές», και μόνο το στιλ ξεχωρίζει τους καλούς χορευτές. Υπάρχει ακόμα και ένας… ραβδούχος που τους βάζει σε τάξη ώστε να σχηματίσουν τον τέλειο κύκλο. «Εσύ χορεύεις και ο λυράρης μπορεί να περάσει από δίπλα σου μετά από 10-15 λεπτά. Παίρνουμε τη μουσική από το ρυθμό του ποδιού, σε έναν κύκλο που μπορεί να είναι 100-200 μέτρα», αναφέρουν όσοι έχουν ζήσει από κοντά το πανηγύρι της Κατίρκαγιας. Η μουσική μονότονη για τους μη μυημένους, αλλά δημιουργεί ένταση στα σώματα που εκτονώνονται ακόμα και με κραυγές.
Μακριά από την… πίστα, όπου οι σκοποί είναι αυστηρά τίκ’ διπλό και τρομαχτόν, στήνονται πάγκοι που πουλάνε κυριολεκτικά τα πάντα. Μέσα στη μέρα ο κόσμος σπάει και δημιουργεί τις δικές του παρέες (συνήθως ανά χωριό), και με τον λυράρη κάνει μουχαπέτ’ ή στήνει χορό. Αργότερα κάποιοι ξανακατεβαίνουν στον κύκλο, κι αυτό το πηγαινέλα συνεχίζεται όλη τη μέρα.
Μιας και οι ποντιόφωνοι Τονιαλήδες είναι σίγουροι… επισκέπτες, εξίσου σίγουρες είναι και οι μπαλωθιές. Γνωστοί για την αγάπη τους για τα όπλα, παλιότερα έριχναν σφαίρες βροχή. Πλέον γίνονται έλεγχοι προκειμένου να αποφευχθούν ατυχήματα. Σε μεγάλο ποσοστό στην Κατίρκαγια ανεβαίνουν και Τσαπνήδες (τα έθιμά τους είναι διαφορετικά από αυτά των Τούρκων), αλλά και Αλεβήδες (μουσουλμανική αίρεση).
«Παρευρισκόμενος κανείς ως επισκέπτης στο πανηγύρι της Κατίρκαγιας νιώθει άβολα με τον πρωτογονισμό που αυτό εκπέμπει. […] Το δέος καλλιεργείται στον επισκέπτη ακόμη πιο έντονα, καθώς ανά διαστήματα σύννεφα σκεπάζουν το πανηγύρι και ακούς μόνο τη μουσική. Και ξαφνικά, επανεμφανίζονται μπροστά σου οι χιλιάδες των πανηγυριστών. Είναι καταστάσεις άγνωστες και συμπεριφορές άξεστες, λαμβάνοντας υπόψη την καθημερινότητα της αστικής κοινωνίας», αναφέρει η Μυροφόρα Ευσταθιάδου στη μελέτη «Το πανηγύρι στην Κατίρκαγια (Kadirga) του Πόντου, ο κοινωνικός και πολιτισμικός του ρόλος».