Ο Γεώργιος Σταμπολίδης στο ημερολόγιό του που μας άφησε, περιγράφει τα γεγονότα:
Ήμουν γατσάχ (φυγόστρατος) μαζί με τον Μεχτερίδη Γιάννη και κρυβόμασταν έξω από το χωριό. Μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι για να μας πάνε στο στρατό. Δεν ξέραμε τι είχε συμβεί στο χωριό Χερίζ Νταγ.
Το βράδυ, με πολλές προφυλάξεις πλησιάσαμε το χωριό. Ακούγαμε τα σκυλιά να γαυγίζουν, τα πρόβατα να βελάζουν και ανησυχήσαμε. Τρελαθήκαμε από την αγωνία μας να μάθουμε τι συμβαίνει.
Χάσαμε τον εαυτό μας, όταν καθώς πλησιάσαμε με προφυλάξεις, ακούσαμε βογγητά. Ήταν από το πηγάδι, που ήταν γεμάτο με σώματα ανθρώπων.
Πλησιάσαμε και τραβήξαμε τις πέτρες που τους πλάκωναν. Αυτοί που ήταν πάνω-πάνω, είχαν ακόμη τις αισθήσεις τους. «Τι έγινε;» φωνάξαμε.
«Γιώργη, Γιώργη αδελφέ, φύγετε, μας έσφαξαν οι Τούρκοι», άκουσα ξεψυχισμένη τη φωνή της αδερφής μου Σαββαδελής.
«Πού είναι οι άλλοι;» «Στο βουνό», πρόλαβε να πει και έσβησε.
Τρέξαμε βιαστικά στα σπίτια μας. Ήταν ερειπωμένα και μισοκαμένα. Ψάξαμε αμέσως να βρούμε τρόφιμα, τα φορτωθήκαμε και τραβήξαμε κατά το βουνό. Περίπου υπολογίσαμε πού κρύβονταν. Καθώς προχωρούσαμε, βρήκαμε μια γυναίκα μέσα σε μια σπηλιά και μάθαμε τα γεγονότα. […]
Οι Τούρκοι που μας χτύπησαν στο Κιζολτουρέν, δεν ήταν οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Ήταν τσέτες Τούρκοι από τα γύρω τουρκικά χωριά, που τους είχε οπλίσει ο Κεμάλ. Ο Τοπάλ Οσμάν μετά από την καταστροφή του Χερίζ Νταγ τράβηξε για το χωριό Κιρκχαρμάν, όπου κι εκεί είχαμε πολλούς συγγενείς.
Κύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του και έμασε τον κόσμο σε τέσσερα μεγάλα σπίτια. Λεηλάτησαν και λήστεψαν όλα τα σπίτια, άρπαξαν ό,τι ήθελαν και άρχισαν τις απάνθρωπες πράξεις τους.
Τις νεαρές γυναίκες τις αιχμαλώτισαν και τις έστειλαν στις μεγάλες πόλεις και τους νέους τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού). Οι υπόλοιποι άνδρες, γυναίκες και παιδιά συνωστισμένοι στα τέσσερα σπίτια έκλαιγαν γοερά και οι σπαρακτικές κραυγές τους ακούγονταν σ’ όλο το χωριό. Οι Τούρκοι γελούσαν σαρκαστικά.
Έριξαν χειροβομβίδες από τα παράθυρα και αιματοκύλησαν τους άμοιρους που ήταν μέσα. Μετά πότισαν με πετρέλαιο τους τοίχους των σπιτιών κι έβαλαν φωτιά. Λαμπάδιασαν τα σπίτια και φούντωσαν από το καπνό.
Καίγονταν ζωντανοί άνδρες και γυναίκες. Οι μητέρες έριχναν από τα παράθυρα τα παιδιά τους έξω σε μια ύστατη προσπάθεια να τα σώσουν.
Πολλές γυναίκες προσπάθησαν να πέσουν με τα παιδιά τους από τα παράθυρα για να γλιτώσουν. Οι Τούρκοι τις πυροβολούσαν και τις αποτελείωναν. Γελούσαν, κάγχαζαν και διασκέδαζαν με το αποτρόπαιο έργο τους.
Όσοι σώθηκαν, ήρθαν στην Ταζλού και με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους μάς τα διηγήθηκαν με λυγμούς. Κι εκείνες τις καταραμένες ώρες νιώσαμε κάτι το περίεργο:
Δεν σκεφτόμασταν τους ανθρώπους μας που χάθηκαν, παρά μόνον τους εαυτούς μας και ευχαριστούσαμε το Θεό για τη σωτηρία μας.
- Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων.