Μαρτυρία των Παρασκευά και Αβραάμ Νερκίζογλου (πατέρας και γιος)
Οι Τούρκοι έμασαν τον κόσμο στη μέση του χωριού. Τους άντρες τους τουφέκισαν, ενώ τους μεγαλύτερους σε ηλικία, άνδρες και γυναίκες, τους έκλεισαν στην εκκλησία, στα σπίτια και τους αχυρώνες και τους έκαψαν. Πελώριες φλόγες υψώθηκαν και έκαψαν τους χωριανούς μου.
Μέσα σ’ αυτούς ήταν και οι δικοί μου, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η γυναίκα μου και οι συγγενείς μου. Ούτε ένα δάκρυ δεν μπόρεσα να βγάλω. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου ανήμπορο να κάνω κάτι.
Έμασαν μετά τα παιδιά, ανάμεσά τους και δυο δικά μου, και τα έριξαν ζωντανά στα πηγάδια. Σαν γέμισαν τα πηγάδια, έριξαν πάνω πέτρες.
Τις κοπέλες και τις νεαρές γυναίκες αφού τις βίασαν, τις οδήγησαν στο ποτάμι. Ήταν ένας γκρεμός και το ποτάμι κάτω σχημάτιζε λίμνη.
«Μας έβαλαν στη σειρά σαν αρνιά» μας διηγείται η Ευμορφία. «Μία-μία περνούσαμε μπροστά από έναν Τούρκο, γονατίζαμε, κι εκείνος χτυπούσε με το σπαθί του κάθετα το λαιμό. Ένας άλλος δίπλα του με μια κλοτσιά έσπρωχνε το κουφάρι στο ποτάμι, που έπεφτε με πάταγο στο νερό. Κλαίγαμε, σπαρταρούσαμε και πολλές λιποθυμούσαν. Οι Τούρκοι χαχάνιζαν. Δεν έδειξαν τον παραμικρό οίκτο. Κλείναμε τα μάτια μας και θρηνούσαμε. Οι άλλοι Τούρκοι είχαν στηθεί στο χείλος του γκρεμού και πυροβολούσαν όποια έβλεπαν ζωντανή να κολυμπάει.
Όταν ήρθε η σειρά μου, τους παρακάλεσα, τους ικέτεψα! Δεν γονάτισα όπως οι άλλες. Πετάχτηκα όρθια και έκανα προσπάθεια να σωθώ. Αισθάνθηκα τότε κάτι στην κοιλιά μου, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν πόνεσα. Με κλότσησε ο διπλανός Τούρκος και βρέθηκα στο νερό.
Όταν συνήλθα από το πέσιμο, είδα τα έντερά μου έξω. Τα περιμάζεψα και ακολούθησα το ρεύμα του ποταμού κάνοντας την πεθαμένη.
Έπεφταν δίπλα μου τα κορμιά των γυναικών. Οι Τούρκοι συνέχισαν να πυροβολούν. Πέφτανε γύρω μου οι σφαίρες. Δεν με πέτυχε καμία. Ευτυχώς κοντά στην ατυχία μου στάθηκα τυχερή. Πλησίασα στην όχθη και με το άλλο χέρι πιάστηκα από έναν θάμνο. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι, βγήκα και πήρα το δρόμο για το χωριό Ταζλού. Εκεί με περιποιήθηκαν οι γυναίκες από το Χερίζ Νταγ. Πρόσεξαν το τραύμα μου και από την άλλη μέρα με τάιζαν με χλιαρό χυλό από αλεύρι».
Η γυναίκα αυτή ήταν η γυναίκα του Σάββα Τσακουρίδη από το Χατζήμπεη. Με την Ανταλλαγή ήρθε στην Ελλάδα.
- Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων, σ. 102-104.