Οφείλει το όνομά του –ακόμα και το επιστημονικό (Cuculus canorus)– στη χαρακτηριστική φωνή του, ένα δισύλλαβο κάλεσμα του αρσενικού προς το θηλυκό κάθε άνοιξη, την περίοδο της αναπαραγωγής.
Στην περιοχή της Ματσούκας όμως λεγόταν και πλούτον, επειδή με την εμφάνιση και τα λαλήματά του έφερνε τα αγαθά της ανθοφορίας.
Ο κούκος (κούκον, και σε ορισμένες περιοχές του Πόντου κούκουδας ή κουκουδάς), σύμφωνα με την παράδοση, προς το τέλος Μαρτίου, μπαίνει στο νερό και μένει ακίνητος για περίπου 15 μέρες, οπότε και συνέρχεται από το μούδιασμα του χειμώνα, ξαναζωντανεύει και αρχίζει το τραγούδι του. Λαλεί μέχρι και το τέλος του Ιουνίου, μετά βυθίζεται στη σιωπή και στις αρχές Οκτωβρίου «ξεραίνεται ‘ς σο κλαδίν», δηλαδή ναρκώνεται μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Μια παράδοση της Ματσούκας αναφέρει ότι κατά την πορεία των ιερομονάχων Βαρνάβα και Σωφρονίου προς το όρος Μελά, κοντά στο χωριό Σκαλίτα, οι φωνές χιλιάδων κούκων σκέπαζαν τη βουή του εικονίσματος που τους οδηγούσε. Τότε οι καλόγεροι παρακάλεσαν τους κούκους να σωπάσουν ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία τους. Από τότε, λέει η παράδοση, σε ολόκληρη την ορεινή περιοχή της Σουμελά οι κούκοι δεν λαλούν και δεν ακούγονται.
Ο Στάθης Ευσταθιάδης καταγράφει τα παρακάτω δίστιχα για το θρύλο των μοναχών και των κούκων:
‘Σ σην Παναγίαν Σουμελά
ο πλούτον [ο κούκον] ’κί κουίζει,
με το να επλάστεν πουλίν,
ατό πα κάτ’ νουνίζει.