Μπορεί στην Ελλάδα να το λέμε δαμασκηνιά (καθώς το δέντρο εισήχθη από τη Δαμασκό της Συρίας), στον Πόντο όμως διατήρησε το αρχαϊκό του όνομα κοκκύμελον, με την αρχαιότερη μαρτυρία να προέρχεται από τον Αρχίλοχο: «Στέφανον είχον κοκκυμήλων και μίνθης». Όπως και να έχει, μόλις η άνοιξη κάνει το ποδαρικό της, μαζί με τα άλλα δέντρα ανθίζουν και τα κοκκύμελα – για να μας δώσουν περίπου στα μέσα ή τα τέλη καλοκαιριού τον καρπό τους, και να γίνουν λίγο αργότερα… κεμεντζέδες! Αυτή θα λέγαμε χαριτολογώντας πως είναι η φυσική εξέλιξη του συγκεκριμένου δέντρου. Και αυτό γιατί;
Το κοκκύμελο θεωρείται το καταλληλότερο ξύλο για την κατασκευή της ποντιακής λύρας αφού είναι σκληρό, και βγάζει δυνατό και γλυκό ήχο.
Οι παλαιοί κατασκευαστές λύρας έλεγαν πως «ό,τι δέντρο βγάζει φρούτο, γίνεται λύρα». Έτσι, ανάμεσα στα δέντρα (κούτσουρα) που έχουν την τιμή να γίνουν ποντιακές λύρες, βρίσκονται –πέρα από το κοκκύμελο– η καρυδιά, το σφεντάμι, η κορομηλιά, η μουριά κ.ά.
Ένα από τα παραδοσιακά στιχάκια που συνοδεύει τους ήχους της κεμεντζέ και μαρτυρά ότι η λύρα θέλει να γίνεται από κοκκύμελο, είναι το παρακάτω:
Η λύρα μ’ έν’ κοκκύμελον, το τοξάρι μ’ ιτέαν,
κι ατού σ’ άσπρον το μάγλοπο σ’, έχω έναν δοντέαν.
Στον Πόντο συναντάμε πολλές ποικιλίες του δέντρου. Έχουμε αγουστοκοκκύμελο, αγράμπουλο (ποικιλία Κερασούντας), αγροκοκκύμελο, ασπροκοκκύμελο, ασπροκίτρινο, βραβουλίτσα ή γραουλίτσα, γαλάδα, γοδωνίτικο, κοκκύμελο μαύρο, κουτσούπι, πικρικοκκύμελο, πλουμιστοκοκκύμελο, σκυλοκοκκύμελο, σταμπόλι ή Πολίτικο, και Σταυροκοκκύμελο.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού.