αριθμός 40 (σαράντα), τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στην ποντιακή ηθογραφία, συναντάται πολύ συχνά ως ένα απόλυτο αριθμητικό, με ποσοτική, παραγωγική και φιλοσοφική σημασία τόσο στη θρησκευτική όσο και στη λαϊκή παράδοση.
Η ζωή του ανθρώπου αρχίζει ουσιαστικά σαράντα ημέρες μετά τη γέννησή του, αφού τότε παραδίδεται στην ιέρεια προστάτιδα των παιδιών. Το ίδιο χρονικό διάστημα στην ποντιακή ηθογραφία τα παιδιά παραδίδονται στον ιερέα, και μετά την ευλογία του μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους ανθρώπους.
(Σκίτσο του Χρήστου Γ. Δημάρχου από την έκδοση
«Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής», Αθήνα 1947)
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος γιατί ο λαός χρησιμοποιεί κατά κόρον τον αριθμό σαράντα και όχι κάποιους άλλους αριθμούς. Αυτό παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα. Ίσως έρχεται από τις αρχαίες λατρείες και τις θρησκευτικές παραδόσεις. Ίσως ακόμα να επικράτησε λόγω των εύηχων και μετρικών φθόγγων που εμπεριέχει.
Στα κείμενα της Αγίας Γραφής ο αριθμός 40 καταγράφεται 146 φορές.
Όπως και να έχει, ο αριθμός αυτός άρχισε να οροθετεί το πληθωρικό μέτρο, καθώς και την κοπιαστική δοκιμασία του ανθρώπου στο χρόνο, όπως ήταν η απομόνωση του Μωυσή για σαράντα μερόνυχτα στο όρος Σινά. Ή, ακόμα, για σαράντα μέρες νήστεψε ο Ιησούς στην έρημο της Γαλιλαίας. Αντίστοιχα, μετά από σαράντα ημέρες διαλογισμού ολοκληρώνεται και η επιφοίτηση του Βούδα. Σε μια αντίστοιχη δοκιμασία υποβλήθηκε και ο μαθηματικός Πυθαγόρας προκειμένου να συγκεντρωθεί στην επιστήμη του.
Ο ίδιος αριθμός πιστεύεται πως οροθετεί το χρόνο κατά τον οποίο μπορούν να γίνουν αλλαγές και σημαντικά πράγματα ακόμα και στην ιατρική, όπου ο χρόνος ίασης ορίζεται συνήθως σε σαράντα ημέρες.
Και το πιο σημαντικό: τόσο το γεγονός της γέννησης όσο και του θανάτου, ανοίγουν και κλείνουν με τις σαράντα ημέρες.
Στον αρχαιοπρεπή Πόντο συναντάμε τη δύναμη αυτού του αριθμού σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, ξεκινώντας από τη γέννηση του παιδιού, όπου τόσο η λεχώνα όσο και το νεογέννητο έπρεπε να σαραντίσουν. Δηλαδή το νεογέννητο να γίνει σαράντα ημερών (σεραντάρ’) και η λεχώνα (λεχούσα) να γίνει σερανταήμερος, να σαρανταρίσει, να μείνει στο σπίτι για σαράντα ημέρες (σερανταρίζ’).
(Σκίτσο Χρ. Γ. Δημάρχου)
Επίσης, στα μνημεία του λόγου στον ποντιακό πολιτισμό χρησιμοποιούν κατά κόρον τον αριθμό σαράντα. Επισημαίνουμε ορισμένες φράσεις:
Για τη διαδικασία του τοκετού είναι γνωστή η φράση «Σεράντα μαμήδες να έρχουνταν, η νύφε ξαν θα πονεί», που μαρτυρεί ότι «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον».
Χαρακτηριστική είναι η αιτιολογική σημασία του αριθμού, που εμπεδώνει τις περισσότερες φορές τη χρονική υπερβολή και την ανθρώπινη προσπάθεια στο χρόνο. Στις λαϊκές παροιμίες και τα γνωμικά χρησιμοποιείται με την έννοια της υπερβολής, όπως:
Για τον ευτελή άνθρωπο το «σεραντάβραστος»: όσο και να τον βράσεις, δεν παίρνει νοστιμιά (αξία). Αντίστοιχα ο αριθμός χαρακτηρίζει τα απαξιωμένα φαγητά: τρίμαν τρίβραστον και μαλέζ’ σαραντάβραστον, δηλαδή όσες φορές και να βράσει, η αξία του είναι ίδια.
(Σκίτσο Χρ. Γ. Δημάρχου)
Ο ίδιος αριθμός ως απόλυτο αριθμητικό ενέχει θέση περιπαικτική και εκφράζει το ατυχές: «’Σ σα σεράντα μίαν εξέβεν ’ς σο κλεψίον, εκείνο πα φέγγος έτον..!».
Μπορεί να υποδηλώνει επίσης το απρόκοπο και το οκνηρό, στη φράση: «’Σ σα σεράντα χρόνια μίαν επίασεν έναν πεντικόν!…».
Στην επόμενη ποντιακή παροιμία ο αριθμός επιτείνει κάποιο γεγονός σπάνιο, που προκαλεί την έκπληξη: «Άρκον πα ’ς σα σεράντα χρόνια μίαν αχπαράεται!…».
Πολύ εύστοχη αναφορά στο «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» διαφαίνεται και στην παροιμία «Σεράντα ημέρας εδέβαζαν το Κοράν’ και τίνος έρθεν η σειρά, εκείνος επέθανεν!…».
Στην παροιμία «Σεράντα χρόνια ταουλτσής και φυσά την ζουρνάν…» διακωμωδείται ο άνθρωπος που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άλλους.
(Σκίτσο Χρ. Γ. Δημάρχου)
Τον αριθμό σαράντα έδιναν ως ονομασία σε καθετί που ταυτιζόταν με αυτόν, όπως: Σεραντάρ (χωριό της Αργυρούπολης με σαράντα σπίτια), σαρανταποδαρούσα (γνωστό ζωύφιο), σαρανταρίτσα (είδος φασουλιάς που καρποφορεί σε σαράντα μέρες), Σέρανος (στρατιωτικό αξίωμα αυτού που διοικεί σαράντα στρατιώτες) κτλ.
Ο αριθμός συναντάται ευρέως σε πολλά ποντιακά τραγούδια, με ιδιαίτερα γνωστό το «Σεράντα μήλα κόκκινα».
Το κόκκινο μήλο μάς είναι γνωστό από την ομηρική εποχή και το μύθο της Έριδας, που ήταν θεά του φθόνου και της ζήλιας. Η Έριδα με ένα μήλο, που το προόριζε για την καλλίστη, προκάλεσε τον Τρωικό Πόλεμο. Στο ποντιακό ερωτικό τραγούδι χρησιμοποιούνται σαράντα μήλα ως σαγηνευτικό συγκριτικό μέγεθος:
Σεράντα μήλα κόκκινα ’ς σ’ έναν μαντήλ’ δεμένα,
σεράντα σέβτας κι αν εφτάς, ’κ’ ευρήκ’ς κι άμον εμένα!
Σεράντα μήλα κόκκινα είν’ όλια μυρωμένα,
κόρη, τα μάγ’λα σ’ κόκκινα, γιαμ’ είναι φιλεμένα!
Ο αριθμός πολλές φορές ελάμβανε διαστάσεις σκωπτικές, όταν χρησιμοποιούνταν σε σατιρικά δίστιχα, όπως η υπερβολικά κακιά αρραβωνιαστικιά, που στο τέλος αναγκάστηκε να την χωρίσει ο γαμπρός:
Η παλαιέσα η νουσαλού μ’, τ’ ομμάτια τς να εβγαίν’νε,
σεράντα χρόνια να νηστεύ’, ντ’ εποίκεν ’κ’ επεβγαίν’νε.
Στο επόμενο δίστιχο μαθαίνουμε ότι ο ερωτόληπτος νέος παραβίασε τις «αρχές» του, νήστεψε ερωτικά σαράντα ολόκληρες μέρες σεβόμενος τις αρχές της καλής του:
Σεράντα ημέρες ’κ’ έφαγα, αγνέστηκα εκάτσα,
πουλί μ’, για τ’ εσόν τη σεβτάν, το ψόπο μ’ εκολάτ’σα!…
Οι μεγάλοι έρωτες στη δημοτική μούσα συνήθως εκφράζονται με υπερβατικό και ακραίο τρόπο. Ο αριθμός σαράντα στην περίπτωση αυτή είναι ο ιδανικότερος:
Σεράντα χρόνια νηστικός, σεράντα διψασμένος,
κι όντες ακούω τ’ όνεμα σ’, ας όλια χορτασμένος…!
(Σκίτσο Χρ. Γ. Δημάρχου)
Μια παρόμοια ερωτική εξομολόγηση στέλνει το συγκριτικό μήνυμα μέσα από την υπερβατική χρησιμότητα του αριθμού:
Σεράντα νομάτ’ άγιοι κι εξήντα προφητάδες,
τ’ εμόν την ψήν κανείς ’κι παίρ’, θα παίρ’ν ατό οι νυφάδες.
Μία ακόμη χαρακτηριστική ερωτική παράκληση μεταβιβάζεται προς την υπερήφανη κοπέλα με σκοπό να γίνει αποδέκτης της ερωτικής πρότασης:
Κόρ’, κρέμασον έναν σταυρόν, έναν Θεόν προσκύνα,
σεράντα ψύα εσύ μη καίεις, τέρεν κι αγάπα είναν.
Πολλές φορές όμως, παρά τις θεϊκές παρακλήσεις, ο έρωτας δεν ευοδώνεται και τότε έρχεται το ανάθεμα για τον ανεκπλήρωτο έρωτα:
Αναθεμά σε νε σεβντά, ας σο καρδόπο μ’ έβγα,
σεράντα χρόνια εράεψα, κ’ εγώ την άκρα σ’ ’κ’ εύρα!
Το ίδιο απογοητευτικό και το επόμενο λαϊκό τραγούδι, που γενικεύει τον ανθρώπινο πόνο σ’ έναν μοναδικό φυσιολατρικό τρόπο:
Σεράντα ποταμόνερα κι εφτά ραχία χιόνια,
’κ’ επόρεσαν να έβζυναν τη κάρδιας ιμ’ τα πόνια…
(Σκίτσο Χρ. Γ. Δημάρχου)
Με την ίδια χρονική υπερβολή συναντάται ο αριθμός προκειμένου να τεκμηριώσει την ανθρώπινη προσπάθεια στην εργασία και τη διασκέδαση:
Σεράντα χτήνια ορίαζεν, σεράντα αλμεγάδια,
σεράντα κι άλλο ορίαζεν τρανά κι άμον ζουρκάδια.
Σεράντα ημεροκάματα έφαγα έναν ημέραν,
ατά πα ’κ’ εκανέθανε, επούλτσα και τη βέρα μ’..!
Την αριστοφανική διάσταση του αριθμού σαράντα την συναντάμε επίσης σε πολλά σατιρικά δίστιχα που διεκτραγωδούν την εξουσία της πεθεράς ή την παρομοιώδη περιγραφή της γυναίκας με το πουλί κίσσα:
Σεράντα χρόνια κυνηγός, εντώκα έναν ψύλλον,
τα ποδάρια τ’ και το κιφάλ’ ’ς σην πεθερά μ’ θα στείλω.
Σεράντα χρόνια κυνηγός, εσκότωσα έναν κίσσαν,
τ’ απάν ατς άσπρον χιονοπούζ’, τ’ αφκάτ’ ατς μαύρον πίσσαν!…
Ο συμβολισμός του αριθμητικού επιρρήματος έχει υπεισέλθει και στα ακριτικά άσματα, πράγμα που υποδηλώνει την προβυζαντινή του χρησιμότητα. Στα εθνικά άσματα συναντάται η περιγραφή του ελληνικού κάστρου που παραμένει απόρθητο λόγω του δαιδαλώδους της κατασκευής του:
Σεράντα πόρτας είχεν κι όλια χάλκενα, κι εξήντα παραθύρια όλια σίδερα.
Το ακριτικό ερωτικό τραγούδι με τον τίτλο «Είνας κόρη εγάπεσεν» μας παραπέμπει στην Ομήρου Οδύσσεια και την Πηνελόπη με τους πολλούς μνηστήρες της
.
Αν το δημοτικό τραγούδι αποτελεί τη διαχρονική πολιτιστική συνέχεια ενός λαού, τότε είναι βέβαιο ότι ο ποντιακός πολιτισμός αποτελεί τη φυσική μετεξέλιξη της ομηρικής σκέψης στο βάθος των αιώνων.
Είνας κόρη εγάπεσεν σεράντα παλικάρια,
τους σέραντους εμένεσεν έναν βράδον ελάτεν!..
Ο ίδιος αριθμός, συμφραζόμενος με τον αριθμό δώδεκα υποδηλώνει όλως παραδόξως το απειράριθμον. Στο ακριτικό βουκολικό τραγούδι του «Γιάννη» αναφέρεται ως αμέτρητη ποσότητα:
‘Σ στο Θό σ’, ‘ς στο Θό σ’, νε λύκουδα, πουδέν πρόατα είδες;
Χίλια έφαγα την πιρνήν, μύρια το μεσημέριν,
κι άλλα σαρανταδώδεκα απόθεν κι αποκείθεν!…
Ο αριθμός σαράντα, σύμβολο μιας μυθοπλασίας που έχει τις ρίζες του στη μυθική ελληνική ιστορία, συνεχίζει να είναι ζωντανός ιδιαίτερα στο ποντιακό παραμύθι (μεσέλ’), που σε κάθε εξιστόρησή του αρχίζει με τη χρήση των φράσεων όπως: «σεράντα παλικάρια», ή «σεράντα νύχτας και σεράντα ημέρας», κτλ.
Μετά την παραπάνω ηθογραφική προσέγγιση, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ανεπιφύλακτα ότι ο αγαπημένος αριθμός στην ποντιακή λαογραφία είναι ο αριθμός σαράντα…
Παναγιώτης Μωυσιάδης
- Αναδημοσίευση από την εφ. Ποντιακή Γνώμη, φ. 89-90 (Αύγ.-Σεπτ. 2016).