Σκύλλος λέγεται το γνωστό τετράποδο ζώο του σπιτιού, και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν είναι αμέμπτου διαγωγής.
Σκυλλίν: Το σκυλί l Σκυλλόπον: Το σκυλάκι l Σκυλλεύω: Βρίσκομαι στον οργασμό l Σκυλλάζω: Βρομώ όπως ο σκύλος l Σκυλλότε ή σκυλλούχ: Η ιδιότητα του σκύλου, η ανηθικότητα l Σκυλλάπιστος: Η έξυπνη γυναίκα, όχι όμως και αμέμπτου διαγωγής l Σκυλλοπαίδ’ και σκυλλοκούταβον: Το παιδί το έξυπνο, αλλά και άτακτο l Σκυλλοκεφαλία: Ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έχουν κεφάλι σκύλου· από τη Σκυλλοκεφαλία καταγόταν και ο άγιος Χριστόφορος, τον οποίο κάποιος αστοιχείωτος ζωγράφος τον ζωγράφισε με κεφαλή σκύλου στη δυτική πλευρά του Αγίου Χριστοφόρου της ενορίας Πιστοφάντων.
Νά άσπρον σκύλλον είδα και νά μαύρον.
Όταν σε ρωτούν πράγματα που μπορούν να σε μπλέξουν σε μια υπόθεση, κάνε πως δεν είδες ή δεν ξέρεις.
Αν ’κ έν’ τη οσκύλλονος το χατίρ, ας έν’ τη σααπή ατ’.
Για ευμένεια που γίνεται για χάρη άλλου.
Ας ση σκύλλ’ το ποδάρ’ το λιθάρ’ μ’ εγουεύς η σκυλλ’ πελά ση σκυλλ’ τον κώλον.
Μη σε μέλει αν άλλος υποφέρει, και προπάντων αν είναι κακός.
Έχω σκύλλον και σύρ’ με τον λύκον.
Για συγγενή που υποστηρίζει τον εχθρό μου.
Η τσούνα αν ’κί λαΐζ’ τ’ ουράδ’ν ατς, ο σκύλλον ’κί ρούζ’ απ’ οπίς’ ατς.
Για γυναίκα φιλέρωτη, προκλητική.
Ο σκύλλον ας σο τέρεμαν εψόφεσεν.
Για κείνον που ερωτοτροπεί μα τα μάτια.
Ο σκύλλον συρ ανάπαυσιν συρ και μαύρα ημέρας.
Η ευτυχία δεν είναι μόνιμη· ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος.
Τον σκύλλον άγγεψον και το μαγκούρ’ ετοίμασον.
Για εκείνον που παρουσιάζεται τη στιγμή που μιλούσαν γι’ αυτόν.
Ο σκύλλον ντο μαθάν’ ’κί απομαθάν’.
Δεν μπορείς εύκολα να παρατήσεις μια συνήθεια. Έξις δευτέρα φύσις.
Στάθης Αθανασιάδης