Τόσο πολύ πίστευαν στο παρελθόν οι Πόντιοι στα όνειρα, ώστε όταν συνέβαινε να δουν κανένα δυσάρεστο, καταλαμβάνονταν από ματαιοδοξία και μελαγχολία, αναμένοντας άπραγοι τη μοιραία πραγματοποίησή του.
Πολλοί προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποφύγουν το… «αναπόφευκτο» και κατέφευγαν σε ειδικούς ονειροκρίτες για να ερμηνεύσουν και να αποσυμβολοποιήσουν τα όνειρα τους. Δυστυχώς, από όλα τα όνειρα που έβλεπαν μόνο τα δυσάρεστα πίστευαν ότι θα βγουν αληθινά.
Υπήρχε και το ανάλογο ποντιακό δίστιχο που έλεγε «Το κακόν τ’ όρομαν πάντα βγών’· καλόν αν έν’ ’κ’ εβγών» (Το δυσάρεστο όνειρο πάντα πραγματοποιείται· αν είναι όμως ευχάριστο, δεν βγαίνει).
Οι Πόντιοι βέβαια πίστευαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό στις προκαταλήψεις, γι’ αυτό τύχαινε πολλές φορές να προκύπτουν αντιφάσεις στις αντιλήψεις τους. Για παράδειγμα, πολλοί πίστευαν ότι το φθινόπωρο ήταν η εποχή κατά την οποία τα όνειρα γίνονταν πραγματικότητα. Άλλοι όμως θεωρούσαν ότι εκείνη την περίοδο δεν έβγαιναν τα όνειρα, είτε ήταν ευχάριστα είτε δυσάρεστα· κι αυτό γιατί «τη Σταυρίτε τ’ όρομαν ’κ’ εβγών’, γιατί τότε ρούζ’νε τα φύλλα α σα δέντρα» (το όνειρο του Σεπτεμβρίου δεν βγαίνει αληθινό, γιατί τότε πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα).
Το παράδοξο είναι ότι για τις προκαταλήψεις που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι, που προμήνυαν ενδεχόμενους κινδύνους, είχαν βρει και τις απαραίτητες διεξόδους. Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, στις περιοχές του Πόντου το όνειρο έχανε τη δύναμή του αν αυτός που το είχε δει ξυπνούσε και το αφηγούνταν σε κάποιον, και ύστερα ξανακοιμόταν.
Όσον αφορά τα όνειρα που έβλεπαν την Κυριακή, η διάρκεια επαλήθευσής τους ήταν μισή μέρα: «Τη Κερεκής τ’ όρομαν ους τ’ ολημέρα αν εβγών, εξέβεν· από κει κι ύστερα άλλο ’κ’ εβγών’» (το όνειρο της Κυριακής βγαίνει μέχρι το μεσημέρι. Από εκεί και πέρα δε βγαίνει). Για τα όνειρα που έβλεπαν την Παρασκευή, υπήρχε η αντίληψη ότι κρατούσαν οχτώ μέρες: «Τη Παρασκευής τ’ όρομαν εβγών’ ους τ’ οχτώ ημέρας» (το όνειρο της Παρασκευής μπορεί ν’ βγει μέχρι και σε οκτώ μέρες).
Υπήρχε όμως και μια εξαίρεση. Το όνειρο δεν αλήθευε αν κατά τη διάρκειά του έβλεπε κανείς αίμα.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, ειδικά οι γυναίκες στον Πόντο βιάζονταν να ανακοινώσουν στις φίλες τους τα όνειρα που είχαν δει. Συνήθως ακολουθούσε ο εξής διάλογος: «Απόψ’ είδα έναν όρομαν… –Ντο είδες; Για πέει μας ατο!» (απόψε είδα ένα όνειρο… –Τι είδες; Για πες το μας). Κι ακολουθούσε η διήγηση του ονείρου.
Παρατίθενται ενδεικτικά μερικά όνειρα με τις ερμηνείες τους:
- «Όνταν ελέπ’ κανείς σ’ όρομαν ατ’ κόκκινον άλογον, έν’ χαπάρ’ αγλήγορον. Τ’ άσπρον τ’ άλογον σίτα καλκεύ’ς, α’ έν’ καλόν (Όταν δει κανείς στ’ όνειρό του κόκκινο άλογο, θα πάρει γρήγορη είδηση. Είναι καλό όταν δεις ότι ανέβηκες σ’ άσπρο άλογο),
- «Εικόναν να φιλείς καλόν έν’. Αν ελέπς’ ς’ σ’ όραμα σ’ την εικόναν να τραγωδεί ’κί έν’ καλόν· πόλεμος ’α ’ίνεται» (Είναι καλό να δεις ότι προσκυνάς εικόνα. Αν δεις ότι η εικόνα τραγουδάει, δεν είναι καλό· θα γίνει πόλεμος),
- «Είτ’ ελέπ’ κανείς ’ς σ’ όρομαν ατ’ μελεσσίδα, ’α ’ίνεται πόλεμος· το μελεσσίδ’ έν’ στρατός» (Αν δει κανείς στ’ όνειρό του μέλισσες, θα γίνει πόλεμος. Οι μέλισσες είναι στρατός).
Η λέξη όραμα (ή όρομαν/όρωμαν), δηλαδή το όνειρο, απαντά συχνά στα δημώδη άσματα του Πόντου:
–Μάνα, όρωμαν έλεπα σ’ αποψινόν την νύχταν,
μάνα, κι αν καταλύνεις ατ’ είσαι τ’ εμόν η μάνα·
–Υιέ μ’, για ’πε με τ’ όρωμα σ’ κι ατό ας καταλύνω.
–Μάνα ελαίας ’σώρευα, πράσας εκορφολόγ’να
και τ’ αργυρόν η μαστραπά εκείντον ’ς σο κεφάλι μ’.
–Υιέ μ’ τ’ ελαίας είσαι ’συ, τα πράσας είν’ τα λόγια
και τ’αργυρόν η μαστραπά η τύχη ντο περμέν’ τ σε.1
_____
1. Ποντιακή Εστία, έτος Β΄, 1951, τ. 17-18, σ. 263.