κτός από το γήτεμα, ο λαός μετεχειρίζετο και άλλα όπλα και μέσα κατά της βασκανίας («ομμάτιασμα» – «τ’ ομμάτ’»). Εις την περιφέρειαν της Γαλλίανας και της Ματσούκας μόλις εχαρακτηρίζετο η ασθένεια ενός ανθρώπου ή ενός ζώου ως συνέπεια βασκανίας προσέτρεχαν, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα:
Εφτάργαλη (Επτά εργαλεία)
Αγόρι ή κορίτσι «πρωτηκάρ’» (πρωτότοκο) αλλά και μεγαλυτέρας ηλικίας άτομο –πάντοτε όμως πρωτότοκο– πήγαινε στη βρύση νηστικό και έπαιρνε νερό, που τώφερνε στο μέρος όπου θα ελάμβανε χώρα η… θεραπεία.
Το κόσκινο αυτό, με το περιεχόμενό του, το κρατούσαν άνω του ατόμου ή του ζώου που ήταν «ομματιασμένο», και ρίχνοντας πάνω στα αντικείμενα που περιείχε το νερό που ήταν φερμένο απ’ τη βρύση, το περιέφερον επί του σώματος του ζώου, από την κορυφήν έως την ουράν, ή του ανθρώπου από το κεφάλι ως τα πόδια, τρεις φορές. Η ως άνω τελετουργία επανελαμβάνετο επί τρεις ημέρες, με την ίδια σειρά και την ίδια ώρα.
Το καρβονοζώμ’
Ένα «μαστραπά» (μετάλλινο κύπελλο) γεμάτο νερό το κρατούσαν πάνω στο ζώο ή στον άνθρωπο που «ομματιάτεν» (βασκανισμένο).
Έριχναν μέσα στο νερό του κυπέλλου αναμμένα κάρβουνα (τσιλίδä), ανά ένα.
Ρίχνοντας το κάθε αναμμένο κάρβουνο έλεγαν και το όνομα ενός προσώπου που είχε τη φήμη πως είχε «κακόν ομμάτ’» (κακό μάτι). Έτσι έλεγαν – «Αγούτο εν’ τη Σοφίας ( = Αυτό είναι της Σοφίας) ή της Παρθένας, ή της Μαρίας» κ.ο.κ.ε. Το όνομα που θα συνώδευε το πρώτο κάρβουνο που θα βούλιαζε, πρόδιδε το πρόσωπο που «ομματίασεν» (μάτιασε) το παιδί ή το ζώο.
Ύστερα απ’ αυτή την αποκάλυψι πότιζαν το βασκανισμένο παιδί ή ζώο το «καρβονοζώμ’», δηλ. το περιεχόμενο του κυπέλλου.
Το αποκάπνισμαν
Από τα κατώφλια (κατωθύρια) επτά θυρών του σπιτιού, κόβοντας με μαχαίρι (όχι σκεπάρνι) έπαιρναν «τσεφλόνια» (μικρά ξυλαράκια σαν φλούδες), ένα από το κάθε κατώφλι.
Τα ξυλαράκια αυτά τα τοποθετούσαν μαζύ με αναμμένα κάρβουνα, πάνω σε κεραμίδα, προσθέτοντας και λίγο θυμίαμα, και με τον καπνό που εδημιουργείτο «απεκάπνιζαν» το άρρωστο παιδί ή ζώο, το πρωί, επί τρεις ημέρας.
Το γύρισμαν
Ένα «πρωτηκάρ’» (πρωτότοκος) περιέφερε το… παντελόνι του πάνω στο άρρωστο από βασκανία ζώο τρεις φορές, το πρωί, επί τρεις ημέρες, και ταυτόχρονα κατουρούσε και τα νύχια του ζώου.
Το μυρμηκίασμαν (μούδιασμα)
Όταν παρετείνετο το μούδιασμα του ποδιού –ίσως επί ελαφράς ισχυαλγίας– ο πάσχων έπρεπε να επισκεφθή έγγυον γυναίκα και είτε ο ίδιος, είτε άλλο πρόσωπο εσταύρωνε (έκαμε το σημείο του σταυρού) πάνω στο πόδι της εγγύου και φτύνοντάς το πρόσταζε «Να πας ’ς σην Σοφίαν τη Μουρούζ’, ’ς σην Ανάσταν τη Περισάν» κ.ο.κ.ε., και… αμέσως περνούσε το μούδιασμα.
Όσο και αν θα φανή παράξενο, σε πολλά χωριά που ζουν συμπατριώται μου, συνεχίζονται και σήμερα αι δεισιδαιμονίαι αυταί.
Σύδενδρο Γρεβενών Αναστάσιος Σεϊτανίδης