Στη διάλεκτο του Πόντου η έννοια των κοινών ρημάτων ευωδιάζω, μοσκοβολώ εκφράζονται με το ρήμα σκουτουλίζω στην Ίμερα και σκουντουλίζω στα Κοτύωρα, π.χ. «Σκουτουλίζ’νε τα τσιτσάκια», «Ντ’ έμορφα εσκουντούλ’τσε το φαΐ σ’!», «Να σκουτουλίζ’ η ψη ατ’» (ευχή για πεθαμένο). Υπάρχει και το ρηματικό ουσιαστικό σκουτούλισμα ( = ευωδιά).
Για να βρούμε την ετυμολογική προέλευση του ρήματος σκου(ν)τουλίζω μάς βοηθεί το μικρασιατικό ιδίωμα του Λιβυσσίου της Λυκίας, όπου το κοινό και ετυμολογικά σαφέστατο ρήμα σκοτίζομαι χρησιμοποιείται με τη σημασία «λιγώνομαι από την ευωδιά», π.χ.: «Απού την μυρουδιάν ισκουτίστην η κόσμους».
Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε ότι, όπως το σκοτίζομαι, από την αρχική του σημασία «μου έρχεται σκοτοδίνη», περνώντας από τις ενδιάμεσες σημασίες «χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ», πήρε στο Λιβύσσι τη σημασία «λιγώνομαι, μεθώ από την ευωδιά», έτσι και στον Πόντο το ρήμα σκοτουλίζω, από την αρχική του σημασία «προκαλώ σκοτοδίνη, φέρνω λιποθυμία», πήρε σιγά-σιγά τη σημασία «λιγώνω κάποιον με την ευωδιά μου» και κατόπιν «ευωδιάζω, μοσκοβολώ».
Ο γραμματικός τύπος του δεν είναι δύσκολο να εξηγηθή. Στη νέα Ελληνική το ουσιαστικό σκότος και το επίθετο σκοτεινός παρουσιάζουν πολλά παράγωγα: σκοτάδι, σκοτία, σκοτίδα, σκοτίδι, σκότιση, σκοτισμάρα κ.ά. Είναι λοιπόν πιθανό να υπήρχε στον Πόντο το αμάρτυρο σήμερα παράγωγο *σκοτούλα, αντίστοιχο του κοινού σκοτούρα, και από αυτό να σχηματίστηκε κανονικά το ρήμα σκοτουλ-ίζω, που με προληπτική αφομοίωση, συνηθέστατη στον Πόντο, να έγινε σκουτουλίζω – και με ανάπτυξη ερρίνου, προφανώς από κάποια προετυμολογική επίδραση, σκουντουλίζω.
Ν. Π. Ανδριώτη
Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης
Ποντιακή Εστία – Μηνιαίον Λαογραφικόν Περιοδικόν
Έτος 8ον, Μάιος-Ιούνιος 1957, τεύχος 5ον-6ον
Από της εκδόσεως τεύχος 89ον-90όν.