Περιμένουν πώς και πώς να λιώσουν τα χιόνια, για να αποκαλυφθούν κάτω από το λευκό πέπλο τα χιλιάδες χρώματα και αρώματα. Ο χειμώνας εκεί είναι πολύ βαρύς και το καλοκαίρι το περιμένουν με μεγάλη προσδοκία οι κάτοικοι της άγιας γης του Πόντου, για να ξεκινήσει η ζωή και πάλι από την αρχή. Έντονη και δυνατή.
Παρχάρια, η εκδοχή της άνοιξης στον Πόντο!
Ήδη από τον Μάιο μήνα, τον Καλομηνά, οι παρχαρομάνες στα χωριά είναι έτοιμες να καλέσουν τις ρομάνες –αυτές που με την εμπειρία τους αργότερα θα γίνουν παρχαρομάνες– και τους τσοπάνους με τα ζώα, για την εξόρμηση στα παρχάρια, τα ορεινά βοσκοτόπια. Εκεί θα μεταφερθεί η κτηνοτροφική και οικονομική ζωή για τους καλοκαιρινούς μήνες.
Μια μεγάλη γιορτή της φύσης και του ανθρώπου
Με λύρες, γαβάλια, αγγεία και νταούλια, και στολίζοντας τα ζώα με λουλούδια και φορώντας τους κουδούνια, σε μια γιορτινή ατμόσφαιρα που έχει ήδη δημιουργηθεί από την έλευση της άνοιξης, οι παρχαρομάνες ξεκινούν από τα μόνιμα σπιτικά τους τους με σκοπό να φτάσουν στα μαγευτικά οροπέδια των Ποντικών Άλπεων, στα πρόχειρα πέτρινα και ξύλινα καταλύματα του καλοκαιριού.
Στον μακρύ και ανηφορικό δρόμο, στον οποίο θα τους συνοδεύει όλο το χωριό, θα τους ξεδιψούν οι πηγές με τα κρύα νερά από τα χιόνια που μέρες πριν άρχισαν να λιώνουν. Όπου κι αν κοιτούν θα βλέπουν διαφόρων ειδών λουλούδια και δέντρα, βλάστηση οργιώδη.
Όταν δε φτάσουν στα παρχάρια, μετά από ώρες, ίσως και μέρες, την απόλυτη σιωπή των βουνών θα σπάσουν οι ήχοι από τα βελάσματα, το άρμεγμα, τα ντόσιμον τη δουρβανί, ο κροταλισμός από τα χάλκινα σκεύεα όπου οι παρχαρομάνες με τις ρομάνες θα παρασκευάσουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα (βούτουρον, τάν’, πασκιτάν’, παρχαρί τυρία, τυροκλωστίν, μυντζία κ.ά.)…
Εκεί θα μείνουν περίπου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, όταν θα αρχίσει να πέφτει η θερμοκρασία και να χειμωνιάζει. Οι υπόλοιποι χωρέτ’ θα επισκέπτονται αραιά το παρχάρ’, αλλά και στις διάφορες γιορτές.
Πηγή ενέργειας και αναζωογόνησης ο καθαρός αέρας των παρχαριών.
Οι παρχαρομάνες θα διδάξουν στις ρομάνες την τέχνη για την παρασκευή των μοναδικών αυτών προϊόντων, και αυτές με τη σειρά τους στην επόμενη γενιά. Μια διαδικασία που η μαγιά της αποτελείται από αγάπη, προσφορά και παράδοση.
Δείσα, η… ανεπιθύμητη μαγεία των παρχαριών! Αίχτρια! φώναζαν οι Πόντιοι για να φύγει.
Και ξάφνου, ένας λευκός όγκος νέφους έρχεται και κατακάθεται στα παρχάρεα. Άλλοτε είναι περαστικός, άλλοτε επίμονος· κάθεται πάνω τον τόπο για μέρες. Είναι η δείσα, η ομίχλη, ίσως το πιο μαγευτικό αλλά και επικίνδυνο φυσικό φαινόμενο στον Πόντο.
Θεία, θεία, τυροθεία, για έβγα έξ’
τέρεν τ’ άστρια ντ’ εξέβαν.
Τ’ άστρια εκαμπάντσαν
κι ο φέγγον εμαρμάτσεν.
Που θέλ’ τον ήλιον κάντριον
δί’ει τυρί και βουτορόπον,
έναν βούραν αλευρόπον,
κι ένα κουκούτσ’ αλατόπον.
Να λελεύω το λαμνόπο σ’
ντο κόφτ’ τ’ απάλ’ βαθέα.
Και που θέλ’ τη δείσαν πίσσαν
λέει με κάλλιο άμε δέβα.
’Μείς εποίκαμε τ’ς ευδίας
και έρθεν καλοκαιρία.
Τους παραπάνω στίχους (έθιμο της ευδίας) –ένα είδος λιτανείας σε αρκετά μέρη του Πόντου– τραγουδούσαν οι νέοι από καλύβα σε καλύβα, προκειμένου να διαλυθεί η ομίχλη και να καλοκαιριάσει, ν’ αιχτριάζ’ όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Ήταν ένα είδος παράκλησης.
Αφού έπαιρναν διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα ως φιλοδώρημα, άναβαν μια μεγάλη φωτιά και με τη συνοδεία μουσικής τραγουδούσαν και χόρευαν. Κατά διαστήματα πυροβολούσαν την ομίχλη (!) και από μια μεγάλη φωτιά που άναβαν έπαιρναν τα αποκαΐδια και τα πετούσαν στους τοίχους των καλυβιών ή σε πέτρες φωνάζοντας όλοι μαζί «αίχτρια», δηλαδή καλοκαιρία (αιθρία).
Από την ομίχλη υπέφεραν άνθρωποι και ζώα. Οι εργασίες των ρομάνων αναβάλλονταν μέχρι να καθαρίσει ο καιρός, και τα ζώα κινδύνευαν να γίνουν θηράματα των λύκων. Έτσι, με διάφορα τεχνάσματα προσπαθούσαν να διαλύσουν την ομίχλη.
Όμως για τρεις ημέρες τα παιδιά της ευδίας δεν έφευγαν. Συνέχιζαν να τραγουδούν και να δίνουν ζωή στο παρχάρ’. Στη γιορτή αυτή, όταν τελείωνε τις δουλειές της, συμμετείχε και η παρχαρομάνα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παρχαρομάνα ήταν ο κρίκος που συνέδεε τη φύση, τους ανθρώπους και τα ζώα. Κι όταν έφευγε από τη γιορτινή αυτή ατμόσφαιρα, πετούσε λίγη τυροκλωστή στα ζώα και τα πουλιά, με σκοπό να ευλογήσουν το νοικοκυριό της. Τραγουδούσε ύστερα:
Δείσα, δείσα, κακοδείσα
’ς σο καλύβι μ’ μη πατείς.
Έλα δέβα ’ς σα ποτάμεα
και οπίσ’ να μη τερείς.
Στα παρχάρια όμως πήγαιναν και οι επιφανείς Πόντιοι. Γι’ αυτούς ήταν τόποι παραθερισμού.
Μεγάλα και ξακουστά παρχάρια ήταν η Χαντσούκα (Ματσούκα), το Τσάμπασιν (Κοτύωρα), της Κατίρκαγιας (Τόνυα). Κάθε χωριό είχε το δικό του παρχάρ’.
Μικρά ή μεγάλα, αφανή ή ξακουστά, τα παρχάρια διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην επιβίωση των Ποντίων. Αποτέλεσαν ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός. Ένας δεσμός που έφερε πιο κοντά τον άνθρωπο στη φύση – ο σεβασμός του ανθρώπου στη φύση και η ανταπόδοση της φύσης στον άνθρωπο.