Αναφέρονται ειδεχθέστατα περιστατικά κακουργημάτων και δολοφονιών, τα οποία διαπράττονταν κατά των Ελλήνων, άλλοτε ατομικά και άλλοτε ομαδικά. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς και τους ξυλοδαρμούς, τις πάμπολλες φυλακίσεις των Ελλήνων και τις καθημερινές ατιμώσεις των γυναικών και των νεαρών κοριτσιών.
Κατά τον Α.Ι. Γαβριηλίδη:
«[…] 600 περίπου γυναικόπαιδα αιχμάλωτοι οδηγούνται εις το μίαν περίπου ώραν απέχον Τουρκικόν χωρίον Τσασχούρ, όπου οι μεν γέροντες και άοπλοι άνδρες κατακρεουργούνται θηριωδέστατα εις την πλατείαν του χωρίου, αι δε παρθένοι κόραι και γυναίκες ατιμάζονται. Εκείθεν οδηγούνται εις το Ινοζού, παρά τας όχθας του Άλυος, και κάτωθεν του Καπού-Καγιά και εσωκλείονται εις το χάνι του Κιολέογλου Λεφτέρ όπου φθάνει ο περιβόητος Σουπέ Ρεϊζή της Πάφρας Μεμέτ Αλής, προς τον οποίον γυναίκες τινές ετόλμησαν να διατυπώσουν παράπονα δια τας κακουχίας και ατιμώσεις τας οποίας έπαθον εκ μέρους των χωροφυλάκων και του στρατού.
»Επόμενον ήτο ν’ αποπεμφθούν σκαιότατα παρ’ αυτού, οπότε οι βιασταί των δυστυχών εκείνων γυναικοπαίδων ενθαρρυνθέντες περισσότερον εθεώρησαν επιτετραμμένον πλέον εις αυτούς πάσαν βίαν και παν όργιον, ασυστόλως και δημοσία…
»Οι μαζικοί εκτοπισμοί και αι αθρόες απελάσεις ήταν το κατεξοχήν εξοντωτικόν μέτρον των τουρκικών αρχών εναντίον των Ελλήνων.
»Το μαρτύριον των μαζικώς εκτοπιζομένων πληθυσμών εικονίζεται σε επίσημες προξενικές εκθέσεις του 1916-1917. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου αποφασίστηκε τον Ιούνιο του 1915 και άρχισε από την χερσόνησον της Καλλίπολης και τα παράλια του Ελλήσποντου, για να επεκταθεί στα νησιά της Προποντίδος, σ’ όλην την Μικράν Ασίαν και τον Πόντον».