[Σιαμάλα.] Ποντιακό όνομα. Άγνωστον πόθεν παράγεται.
Η Σιαμάλα φαίνεται ήταν κάποια τσαχπίνα, που εξελόγιαζε τους νέους, διότι εις το γνωστό παιδικό παιγνίδι «Μάμμη-μάμμη, άψιμον» τα παιδιά λένε:
Σιαμάλα μ’ πέραν-θέμπεραν, Νικόλα μ’ άνθεν-κάθεν.
Αλλά φαίνεται ότι η Σιαμάλα ήτο και από τις καλλίτερες ρωμάνες (γιαγλιαέτσα) όπως λέγει το τραγούδι με σατυρικήν διάθεσιν:
Τη Σιαμάλας τ’ αγελάδια δεύτερον γεννούν τον χρόνον,
και μίαν το καλοκαίρι και μίαν το μοθοπώρι.
Η σάτυρα προχωρεί περισσότερον:
Σιαμάλα μ’ το κοτσόν τ’ αντσί σ’, το σκούλο σ’ τ’ εβγαλμένον.
Και από την έννοιαν αυτήν της «κουτσής Σιαμάλας» προήλθεν η φράσις: «Άμον Σιαμάλα», δι’ άνθρωπον βραδύν, μαλακόν, αναποφάσιστον.
Π. Η. Μελανοφρύδης
Ποντιακή Εστία – Μηνιαίον Λαογραφικόν Περιοδικόν
Έτος Δ΄, Ιούλιος, τεύχος 7ον 1953
Από της εκδόσεως τεύχος 43ον.