Με ρίζες που χάνονται στα χρόνια των Βυζαντινών, το έθιμο των κόκκινων αυγών ήταν εξίσου διαδεδομένο και στον Πόντο. Αν και δεν υπάρχουν καταγραφές που να απαντούν στο ερώτημα «γιατί τα αυγά βάφονται κόκκινα», εντούτοις πολλοί συνδέουν το συγκεκριμένο χρώμα με το αίμα του Χριστού αλλά και με τη χαρά για την Ανάσταση.
Η Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια στα Λαογραφικά Πόντου περιλαμβάνει δύο λαϊκές παραδόσεις. Στη μία εκδοχή, μια Εβραιοπούλα πείστηκε για την Ανάσταση του Κυρίου όταν κοκκίνησαν τα αυγά που είχε στην ποδιά της. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, στο τραπέζι του Μυστικού Δείπνου ο Χριστός είχε κόκκινα αυγά.
Οι νοικοκυρές στον Πόντο έβαφαν τα αυγά τους (συνήθως με φύλλα κρεμμυδιών) τη Μεγάλη Πέμπτη. Το έθιμο δεν τηρούνταν στα σπίτια με πένθος.
Αν και το χρώμα που προτιμούσαν ήταν το κόκκινο, τα έβαφαν και κίτρινα, πράσινα, γαλάζια, ακόμα και πολύχρωμα. Ο Π. Τανιμανίδης στην Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού αναφέρει και τα «τορνίκα», τα οποία ήταν ζωγραφισμένα.
Τα αυγά, τόσα όσα τα μέλη της οικογένειας συν ένα για την Παναγία, τα πήγαιναν σε ένα σακούλι στην εκκλησία, στα Δώδεκα Ευαγγέλια, συνήθως μαζί με σιτάρι, όσπρια και διάφορα γεωργικά προϊόντα, και με τσουρέκι που επίσης το έφτιαχναν τη Μεγάλη Πέμπτη. Τα σακούλια τα άφηναν είτε στο ιερό είτε στο κυρίως μέρος του ναού για να διαβαστούν, και τα έπαιρναν μετά την Ανάσταση. Το «ευχασμένο» σιτάρι οι γεωργοί το ανακάτευαν μαζί με εκείνο που θα έσπερναν το φθινόπωρο. Το ίδιο ίσχυε και για τα όσπρια.
Σε ορισμένα χωριά του Πόντου συνήθιζαν να τρώνε τα «ευχασμένα ωβά» αμέσως μετά το Χριστός Ανέστη, χωρίς όμως να τα τσουγκρίζουν. Σε άλλες περιοχές, τα φυλούσαν στο εικονοστάσι για εξαιρετικές περιπτώσεις, καθώς θεωρούσαν ότι είχαν θεραπευτική δύναμη. Έτσι, τα έδιναν στους αρρώστους ή τα έθαβαν στο χώμα όταν υπήρχε ανομβρία. Σε κάποιες περιοχές τα τσόφλια των «διαβασμένων» αυγών τα έβαζαν στον κήπο και στις ρίζες των δέντρων «για να πιάσουν όλοι οι καρποί».
Το τσούγκρισμα των αυγών ξεκινούσε συνήθως από την αυλή των εκκλησιών, μετά την πρώτη Ανάσταση, και συνεχιζόταν όλες τις ημέρες του Πάσχα. Αν ακολουθούσε κάποιος την… ιεροτελεστία, έπρεπε το πρώτο τσούγκρισμα να είναι με το «μυτίν», το δεύτερο με τον «κώλον» και το τρίτο με την «κοιλίαν».
Οι πιο μερακλήδες έβαφαν αυγά φραγκόκοτας (ταϊγάνας ωβά) ή έφτιαχναν τσιχτσιράνα ωβά (ή τζιχτζιράνα ωβά ή τσιχτλιρένα ωβά). Πρόκειται για τα «ειδικά» αυγά της Λαμπρής τα οποία έμπαιναν μέσα στη χόβολη για τουλάχιστον μία μέρα.
Η μύτη ήταν η μοναδική που εξείχε· τα αυγά σιγοψήνονταν και το περιεχόμενό τους (ασπράδι και κρόκος) συγκεντρωνόταν στη μύτη και γίνονταν μαύρο και σκληρό σαν πίσσα.
Ο Γ. Κ. Χατζόπουλος, επίσης στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, γράφει ότι τα συγκεκριμένα αυγά (που ονομάζονται και «μπογμάδες») αποκτούσαν τόση στερεότητα που ήταν αδύνατο να σπάσουν σε μια αυγομαχία με «κανονικά» αυγά. Η λέξη μπογμάς χρησιμοποιείται και με μεταφορική σημασία, για τον κοντόχοντρο άντρα. Χαρακτηριστική ήταν η φράση «αμόν μπογμάς έν’ ατός», η οποία συνήθως αποτελούσε μια μορφή κατηγορίας για τους υποψήφιους γαμπρούς.