Τη σημασία του νομίσματος και των πολιτικών που ακολουθούνται γύρω από αυτό την αντιλαμβάνονται πολύ καλά στις μέρες μας οι Έλληνες, με την κρίση που βιώνουν.
Ως συναλλαγματικό μέσον εφευρέθηκε στις νοτιοανατολικές ακτές της Μικράς Ασίας, τη Λυδία και την Ιωνία, και πολύ γρήγορα αξιοποιήθηκε και από τις πόλεις του Εύξεινου Πόντου.
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς εξελίχθηκαν οι σημαντικότερες πόλεις-αποικίες των Ελλήνων στην άγνωστη και άξενη θάλασσα του Ευξείνου, οικονομικά και νομισματικά.
Το ελληνικό ενδιαφέρον για τον Εύξεινο Πόντο εμφανίζεται σε πολύ πρώιμα χρόνια, και χάνεται μέσα στην αχλή και το μυστήριο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Οι μύθοι του Προμηθέα και των δύο μικρών παιδιών, του Φρίξου και της Έλλης, αποτελούν την πρώτη εκδήλωση του ανθρώπινου ενδιαφέροντος για την άγνωστη και απρόσιτη θαλάσσια έκταση που απλωνόταν πέρα από τα στενά του θρακικού Βοσπόρου. Η Αργοναυτική Εκστρατεία αποτελεί απτή απόδειξη μιας από τις πρωτοπόρους συλλογικές προσπάθειες των Ελλήνων προγόνων μας να γνωρίσουν και να κατακτήσουν τα μυστικά της αφιλόξενης (άξενης) ακόμη Μαύρης Θάλασσας, σε μια περίοδο μεγάλης ακμής των Μυκηναϊκών Βασιλείων.
Η οριστική άλωση και κατάκτηση της Τροίας από τους Αχαιούς ενδεχομένως να έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την πραγματοποίηση και άλλων παρόμοιων προσπαθειών γεωγραφικής εξερεύνησης, και ίσως και κατάκτησης (πολεμικής και μη) σε ολόκληρη τη θαλάσσια λεκάνη της Μεσογείου.
Μεταξύ του 1050 και του 950 π.χ. λαμβάνει χώρα μια μεγάλη μεταναστευτική δραστηριότητα που έχει ως αφετηρία την Εύβοια και την Ανατολική Αττική. Λίγο πριν από το πέρας του 8ου αιώνα εμφανίζεται μια νέα αποικιστική δύναμη από τις παραλίες της Μικράς Ασίας, η Μίλητος.
Εκτός από τη στρατηγική τοποθεσία της διέθετε και ένα άλλο τεράστιο πλεονέκτημα: το αρχαίο Μαντείο των Διδύμων, δηλαδή της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος. Ο δεύτερος είχε ήδη κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. γίνει οικείος στους Έλληνες και θεωρείται ως ο κατεξοχήν προστάτης των αποίκων. Γι’ αυτό αρκετές αρχαίες ελληνικές εγκαταστάσεις στη Μεσόγειο, και δη στον Εύξεινο Πόντο, έφεραν το όνομά του – χαρακτηριστικό παράδειγμα η Απολλωνία η Ποντική.
Από τα μέσα περίπου έως και τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οι Μιλήσιοι κατόρθωσαν να ιδρύσουν τουλάχιστον πέντε οικισμούς:
- Την Ίστρο, στο αρχαίο δέλτα του ομώνυμου ποταμού (σήμερα Δούναβης).
- Τον οικισμό επί της χερσονήσου κατά τα αρχαία χρόνια (σήμερα πλέον νησίδας) Μπερεζάν, στον βορειοδυτικό Εύξεινο Πόντο (έναντι της μεταγενέστερης Ολβίας Ποντικής).
- Τον οικισμό πλησίον του ποταμού Τάναϊ (σήμερα Ντον), ο οποίος βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου βυθισμένος στα νερά της Αζοφικής Θάλασσας.
- Τη Σινώπη στο κεντρικό σημείο της νότιας ακτογραμμής του Εύξεινου Πόντου.
- Την Απολλωνία Ποντική.
Η τελική επιλογή της θέσης τους ήταν προϊόν επισταμένης μελέτης και γνώσης των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του Εύξεινου Πόντου.
Από τις πέντε αυτές εγκαταστάσεις αμέσως μετά την έναρξη του 6ου αιώνα π.Χ. άρχισαν να ιδρύονται πολλές νέες αποικίες, ακόμη και στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου, στις οποίες εγκαταστάθηκαν ελληνικοί πληθυσμοί που κατέφθαναν κατά μεγάλα μεταναστευτικά κύματα από τις ίδιες πατρίδες με επικεφαλής τη μητρόπολη του αποικισμού Μίλητο, και πάντοτε με τη θεία επίνευση του Διδυμαίου Απόλλωνος.
Η νομισματική του Εύξεινου Πόντου
Η εμφάνιση του νομίσματος στον Εύξεινο Πόντο ακολούθησε ανεξάρτητους και παράλληλους δρόμους σε σχέση με την πορεία του κερματόμορφου, παιστού νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο που επινοήθηκε στην Ιωνία και τη Λυδία στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. και υιοθετήθηκε κατόπιν από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.
Τα πρώτα νομίσματα εδώ δεν θα κοπούν αλλά θα χυθούν σε μορφή αιχμής βελών, και όχι σε κάποιο πολύτιμο μέταλλο αλλά σε χαλκό. Η παραγωγή τους αποδίδεται σε διάφορες πόλεις, όπως στην Ολβία/Βορυσθένη, στην Ίστρο και στην Απολλωνία, και τοποθετείται στο χρονικό διάστημα από τον 6ο έως και τον 5ο αιώνα π.Χ. Αυτό αποτέλεσε ένα τοπικό μέσο συναλλαγών μεταξύ των Ελλήνων αποίκων της περιοχής του βόρειου και δυτικού Εύξεινου Πόντου.
Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι οι χυτές αιχμές βελών αντικατέστησαν πραγματικές αιχμές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ως μέσο συναλλαγών. Άλλοι συνδέουν την παραγωγή της προκερματικής αυτής μορφής νομίσματος με τη λατρεία του Απόλλωνος Ιατρού, προστάτη του μιλησιακού αποικισμού, του οποίου το τόξο και τα βέλη αποτέλεσαν χαρακτηριστικά σύμβολα.
Επιπλέον, η ευρύτερη περιοχή συνδέει τον Απόλλωνα με τους Υπερβόρειους, στους οποίους ο θεός έκρυψε το τόξο του μετά την εξόντωση των Κυκλώπων, πριν αυτό σχηματίσει στον ουρανό τον αστερισμό του Τοξότη.
Κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. η Ολβία θα πειραματιστεί εκ νέου, προχωρώντας στην έκδοση μιας ακόμη προκερματική μορφής νομίσματος στην περιοχή. Πρόκειται για εκδόσεις σε μορφή χυτών χάλκινων δελφινιών, τα οποία θα παραμείνουν σε κυκλοφορία έως και τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Αρχικά τα νομίσματα αυτά φέρουν το σχήμα του δελφινιού και στις δύο όψεις τους, σταδιακά όμως η μία όψη παραμένει επίπεδη και συχνά φέρει σύμβολα ή γράμματα. Στα νομίσματα αυτά φαίνεται να αντανακλάται η σπουδαιότητα της λατρείας του Απόλλωνος Δελφινίου, ο ναός του οποίου αποτελούσε το κεντρικό τέμενος της πόλης.
Η περιοχή του βόρειου και του δυτικού Εύξεινου Πόντου εισέρχεται στη φάση της παιστής νομισματοκοπίας κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς νέα νομισματοκοπεία, όπως αυτά της Μεσημβρίας, του Παντικάπαιου, του Νυμφαίου, της Θεοδοσίας και της Φαναγόρειας, στο μεταίχμιο με τον 4ο π.Χ. αι. εγκαινιάζουν τη νομισματική τους παραγωγή, ενώ και αυτά των προκερματικών μορφών, δηλαδή της Ολβίας, της Ίστρου και της Απολλωνίας, υιοθετούν την τεχνική αυτή.
Κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αι. νέες πόλεις όπως η Οδησσός, η Κάλλατις, η Κερκινίτης και η Ταυρική Χερσόνησος εγκαινιάζουν τη νομισματική τους παραγωγή. Κατά τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες το γεγονός που θα χαρακτηρίσει τη νομισματοκοπία και σε αυτήν την περιοχή του ελληνικού κόσμου θα είναι η παραγωγή των μεταθανάτιων εκδόσεων στο όνομα του Αλεξάνδρου Γ΄.
Σημαντικά νομισματοκοπεία αυτής της παραγωγής ήταν η Οδησσός, η Κάλλατις, η Ίστρος, η Διονυσόπολις και η Τόμις, ενώ το μακροβιότερο θα αποδειχθεί το νομισματοκοπείο της Μεσημβρίας που θα εκδώσει τα τελευταία νομίσματα στο όνομα του Αλεξάνδρου περί το 65 π.Χ.
Κατά τον 1ο π.Χ. αι. ορισμένα νομισματοκοπεία όπως του Παντικάπαιου θα διακόψουν οριστικά την παραγωγή τους, ενώ τα περισσότερα –όπως η Μεσημβρία, η Οδησσός, η Κάλατις, η Ίστρος, η Διονυσόπολις, η Τόμις, η Ολβία και η Χερσόνησος– θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους και κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Επιμέλεια: Παντελής Σαββίδης