Ο χειμώνας στον Πόντο (χειμωγκός ή χειμώς) είναι η πιο μακρόβια εποχή, με έντονα και ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η επίδρασή του στη διαμόρφωση των βιωματικών συμπεριφορών του ποντιακού ελληνισμού είναι καθοριστική, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Η περίοδος του χειμώνα ξεκινά από τα τέλη του Αυγούστου: «επάτεσαμ’
’ς σον Αύγουστον και ’ς ση χιονί την άκραν». Κορυφώνεται τον Δεκέμβρη, με επίκεντρο τη γιορτή του Αγίου Νικολάου («Άε Βαρβάρα χιόνιξον, κι Άε Νικόλα φούρκ’σον, και Άε Σάββα την βραδήν, τρανόν φουρτούναν ποίσον») και ολοκληρώνεται μέχρι τη γιορτή των Φώτων («Ο χειμώς αντρούται ους τα φώτα για άφτ’ τα φώτα»). Διατηρείται μέχρι τα τέλη του Μάρτη, αφού για τον Μάρτη έλεγαν το γνωστό:
Ο Μάρτης κι αν μαρτεύκεται, καλοκαιριάς μυρίζει
κι όταν παραχολιάσκεται, τον Κούντουρον δαβαίνει.
Ο ερχομός του χειμώνα περιγράφονταν με τις φράσεις εχείμασεν ο καιρόν, ή χειμωγκονί έρθεν. Οι γυναίκες θα έπρεπε να προετοιμαστούν κατάλληλα, να πλέξουν και να ράψουν τα χειμωνιάτικα ρούχα όλης της οικογένειας: (τα «χειμονέτ’κα λόματα» ή τα «χειμωνιακά πλεξιμάτια»).
Οι άνθρωποι στον ορεινό Πόντο αμέσως μετά τη συγκομιδή των προϊόντων τους προετοιμάζονταν με κάθε τρόπο προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη βαρυχειμωνιά (βαρυχειμωνίαν). Έπρεπε να αποθηκεύσουν τα αναγκαία για τον χειμώνα τρόφιμα του σπιτιού τα (χειμαδιακά) προκειμένου να ξεχειμωνιάσουν (χειμάζ’νε), και επειδή η περίοδος του χειμώνα, όπως είπαμε, ήταν μεγάλη, επικράτησε η φράση «όπου πάει χειμάζ’ κι απομέν’».
Παρόμοια προετοιμασία γινόταν και για τη διαχείμαση των ζώων (χείμαγμαν), που έπρεπε να έχουν τροφές για όλη τη διάρκεια του χειμώνα στο μέρος όπου σταβλίζονταν (χειμαδίον). Όταν όμως αυτά μπορούσαν να επιζούν χωρίς την φροντίδα του νοικοκύρη, τότε τα επαινούσαν: «τη Δεσποινής τα πρόατα ντο τρώνε και χειμάζ’νε». Πολλές φορές όσοι είχαν πολλά ζώα ανέθεταν τη φροντίδα τους σε υπάλληλους, που τους αντάμειβαν με ειδικές αμοιβές, που τις έλεγαν «χεμάστικα».
Η εμφάνιση των πρώτων νιφάδων του χιονιού (πατούλια) περιγραφόταν με τον πιο γλαφυρό τρόπο (χιονίζ’ και πατουλιάζ’), καθώς και ο τρόπος που έπεφτε το χιόνι: «πατούλια-πατούλια ρούζ’ το χιόν’». Όταν δε κάποιος βρισκόταν εκτεθειμένος για πολλή ώρα στο χιόνι, έλεγε την πολύ χαρακτηριστική φράση «’χιονίγα πατουλίγα». Με την ίδια έκφραση περιγράφανε και την άσπρη και αφράτη κοπέλα: «χιονάρα και πατούλα».
Παροιμιώδης ήταν η περιγραφή της αφράτης γυναίκας: «άμον χιονοπάτουλον έν’». Το ποντιακό δίστιχο είναι άκρως εικονοπλαστικό:
’Χιονίγα, μάνα μ’, ’χιονίγα, ’χιονίγα, πατουλίγα,
’ς σον Άε Σέρ’ απάν κεικά τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα.
Η γενικότερη περιγραφή του χειμώνα παρουσιάζεται με παγερές εικόνες που δείχνουν τη ερήμωση και τη σιωπή. Ιδιαίτερα η φράση «χιονίζ’ και φουρκανίζ’» ήταν δεικτική του άγριου και δύσκολου χειμώνα στον Πόντο.
Αρ’ έρθεν και ο χειμωγκόν, το κρύον και τα χιόνια,
χιονίζ’ φυσά και φουρκανίζ’ και τα νερά παγών’ νε.
Στο δεύτερο δίστιχο ωραιοποιείται κάπως το χειμωνιάτικο τοπίο:
Τα δέντρα καμακούλωσαν, τ’ οσπίτια εσκεπάγαν,
τα στράτας ετσουπώθανε, τα κουτσορρύμια εκρύφταν.
Πολλές φορές όμως οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο άσχημες που προξενούσαν μεγάλους αποκλεισμούς στα ορεινά χωριά των Ποντικών Άλπεων και οι μετακινήσεις των ανθρώπων ήταν άκρως επικίνδυνες.
Έρθεν αντάρα και χειμώς και τρανόν χαλανδρία.
Κατάβρεχος, χιονόβρεχος, πάντα κακοκαιρία…
Οι περιγραφές αυτών των συνθηκών αποτελούσαν λογοτεχνικά διαμάντια, που είναι ενδιαφέρον να τα καταγράψουμε. Τα χιονισμένα μονοπάτια του Πόντου ήταν όλα αποκλεισμένα, «καπατεμένα». «Εχιόντσεν κι εκαπάτεψεν τη Μετσιτί τα στράτας». Όπως και το παρακάτω τραγούδι που απεικονίζει τον απόλυτο αποκλεισμό:
Εχιόντσεν κ’ εκαπάτεψεν ραχία και ορμία
και ψήν πουδέν ’κί λαταρίζ’, εκρύφταν ’ς σα τρυπία.
Το πιο επικίνδυνο στις βαρυχειμωνιές ήταν οι χιονοθύελλες, που τις ονόμαζαν με την ιδιαίτερη λέξη «τιπίν». Η φράση «οξωκά μ’ εβγαίντς, ο καιρόν τιπιλαεύ’» ήταν αποτρεπτική. Ο δυνατός άνεμος σκορπούσε τα χιόνια και δημιουργούσε μεγάλα ανεμοσούρια (τιπία).
Αυτά ήταν αποτέλεσμα της χιονοθύελλας: «ο καιρόν χιονοταράζ’ κάθκα τούλα, πουδέν μη πας, τα στράτας χιονιμένα είν’, τα δέβας επιάσταν».
Υπήρχε σεβασμός στα ακραία καιρικά φαινόμενα της εποχής – ιδιαίτερα στις μεγάλες παγωνιές (παγωσίας). Πολλές φορές χάνονταν οι διαβάτες στους ορεινούς δρόμους, γι’ αυτό συνοδοιπορούσαν πολλοί μαζί στα επικίνδυνα περάσματα (τα δέβας). Τέτοια ορεινά περάσματα ήταν τα βουνά του Άε Παύλου, στα οποία έχασαν τη ζωή τους ή γκρεμίστηκαν πολλοί τολμηροί διαβάτες:
Ο Κάσκαμον ελίβωσεν κι ο Ταύρον εχιονίεν,
και τ’ Άε Παύλ’ ιμ’ τα ραχιά τρανόν φουρτούναν έχ’νε.
Στο πλαίσιο του οικογενειακού βίου η περίοδος του χειμώνα ήταν κουραστική και αποτρεπτική για όλη την οικογένεια εκτός από τα παιδιά, που χαίρονταν το κάτασπρο χιόνι (το χιονίος) παίζοντας χιονοπόλεμο με τις μπάλες του χιονιού (χιονοκούστια) ή κάνοντας γλίστρες ή τσουλήθρες με τα πόδια ή πάνω σε σανίδες (τσιντσινιχτέρα / κασανιχτέρα). Έπαιζαν ακόμα σημαδεύοντας τους σταλακτίτες από τις σκεπές (κρουσταλίδια).
Η αγριάδα και η αντάρα του χειμώνα («έρθεν αντάρα και χειμός, συναργαρίν χαλάζιν»), όπως και τα ατελείωτα χιόνια («τα χιόνια πέλαγος εγένταν») ταυτίζονταν με τις ακατανίκητες δυνάμεις της φύσης, που είναι κυρίαρχες: «τ’ άγρια τα μουχτερά τα χιόνια ημερών’νε).
Οι νοικοκύρηδες ήταν υποχρεωμένοι με το πέσιμο του χιονιού να καθαρίσουν την χωμάτινη σκεπή για να μην καταρρεύσει (χιονοζώμια). Το καθάρισμα γινόταν με ένα ειδικό φτυάρι (τη χιονίφτιαν) και το χιόνι το πετούσαν σε ένα ειδικό μέρος το (χιονοτόπ’).
Ο μακρύς χειμώνας επέφερε την ψυχική κούραση και οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τον εξευμενίσουν προκειμένου να έρθει γρήγορα η Άνοιξη. Αυτή την προσδοκία την έκαναν τραγούδι παρηγορώντας τα βουνά:
Ψηλά ραχία πράσινα φιλώ και χαιρετώ ’σας,
μοθοπωρί μη θλίφκουστουν, χειμωγκονί μη κλαίτεν.
Ένα ακόμη τραγούδι που προϊδέαζε τον ερχομό της άνοιξης ήταν πολύ διαδεδομένο:
Το ραχίν χιονίεται, παίρ’ ο ήλεν λύεται,
εγώ είμαι σεβνταλής, το καρδόπο μ’ λύεται..
Ο χειμώνας στην ποντιακή παράδοση είναι ταυτισμένος με τον θάνατο και τη νεκρή φύση:
Φώταξον, ήλε μ’, φώταξον, ας λύουνταν τα χιόνια…
ν’ έρχουνταν ’ς σο ταφόπο μου και κελαηδούν τ’ αηδόνια.
Και επίσης με τον ψυχικό πόνο και τη στεναχώρια:
Άμον έναν ησύζ’ ραχίν ’ς σο χιόν’ καπατεμένον,
αέτς έν’ και τ’ εμόν η ψή, ’ς σα τέρτια φορτωμένον…
Την περίοδο του χειμώνα ακόμα και οι έγκυοι γυναίκες (έμποδοι) απεύχονταν να γεννήσουν:
Νασάν εμέν, την ξένην και την ορφανήν,
πού να κοιλοπονήσω και χειμών καιρόν.
Τα χιόνια μοιάζουν ακόμα με τα γεράματα και τη φθορά, σύμφωνα με το λαϊκό τραγούδι: «Εχιονατίγαν τα ραχιά, χιονάτσεν το κιφάλ ιμ’».
Ο σαρκασμός του λαϊκού ποιητή είναι διάχυτος στο επόμενο δίστιχο, που πιστεύει ότι τα αφόρητα κρύα του χειμώνα μπορούν να ξεπεραστούν με την ερωτική θέρμη των νέων:
Οι πεκιάρ’ ντο αρρωσταίν’νε ας λέγω ’σας για ποίον;
Ντο κείνταν ολομόναχοι χειμεγκωνί ’ς σον κρύον.
Ακόμα και το πολύ κλάμα ταυτίστηκε με την εποχή: «Εγέντον χιόνια και νερά». Και ο καμένος από τον έρωτα, θέλοντας να γιατρευτεί, αναζητά τα κρύα και παγωμένα (πούζια) του χειμώνα: «θέλω ας σον Ταύρον κρύον χιόν’, πάγον ας σο Κρουστάλιν».
Και αναπόφευκτα με τον ερχομό της άνοιξης έρχεται και το τέλος του χειμώνα και τα πολλά αναθέματα του λαού:
Νασάν εσάς, ψηλά ραχιά, κόσμον όλεν ζελεύ’ ’σας,
’κ’ εντρέπεται ο χειμωγκόν, χιονίζ’ και καπατεύ’ ’σας.
Το τέλος του ψυχοφθόρου χειμώνα στον Πόντο το διαλαλεί ο Δημόδοκος του τραγουδιού, με ένα λογοτεχνικό-ποιητικό απαύγασμα που αποχαιρετά τον ψυχρό (κρυερόν) χειμώνα με τις λέξεις: ελιμένεψεν, χιωνοζώμια, σελοκόφκουν, έραξαν (από το ρήμα ρέω), και τέλος με τη φραστική πεμπτουσία: «αίχτρια και καλοσύνια»!
Εχιόντσεν κ’ ελιμένεψεν ’ς σα ψηλά τα ραχία,
τα χιονοζώμια πλέθυναν, τ’ ορμία σελοκόφκουν
και τα ποτάμια έραξαν, κουβαριάουν και τρέχ’νε.
Αρ’ έρθεν και η Άνοιξη, αίχτρια και καλοσύνια!…
Παναγιώτης Μωυσιάδης
- Αναδημοσίευση από το e-ptolemeos.gr.