τη Ματσούκα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το τραπέζι της οικογένειας ήταν πλουσιότερο από ό,τι συνήθως. Μαζί με τα κύρια φαγητά είχε και φρούτα και ξηρούς καρπούς, όπως φουντούκια και καρύδια. Στη μέση τοποθετούσαν τη βασιλόπιτα με το κέρμα.
Πρώτος καθόταν στο τραπέζι ο νοικοκύρης, και αφού έκανε το σταυρό του μαζί με όλους τους άλλους, έπαιρνε μερικά καρύδια και τα έριχνε στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, με την ευχή:
«Ευτυχισμένον το Νέον Έτος! Έδεβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία.»
Ύστερα, σύμφωνα με το έθιμο, έκοβαν την πίτα σε τόσα κομμάτια όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας –ακόμη και αυτά που απουσίαζαν–, καθώς και ένα κομμάτι για την εικόνα του σπιτιού και ένα για τη δουλειά. Σε όποιον τύχαινε το κέρμα, θα ήταν και ο τυχερός της χρονιάς.
Πριν κάνουν την προσευχή τους και σηκωθούν από το τραπέζι, ο αρχηγός της οικογένειας διάλεγε έξι μεγάλα καρύδια, τα χώριζε προσεκτικά από τη μέση στα δύο, και αφού έδινε το εσωτερικό τους σε όλους, τοποθετούσε τα άδεια κομμάτια σε κύκλο. Το πρώτο κομμάτι το έβαζε μπροστά του και αντιστοιχούσε στον Ιανουάριο (Καλαντάρ), το δεύτερο προς τα δεξιά στον Φεβρουάριο (Κούντουρον), μέχρι να φτάσει στο τελευταίο που αντιπροσώπευε τον Δεκέμβριο (Χριστιανάρ). Επομένως, τα τσόφλια έπαιρναν τα ονόματα των δώδεκα μηνών του έτους.
Ο νοικοκύρης μετά γέμιζε προσεκτικά το κάθε κέλυφος με νερό. Τα κελύφη παρέμεναν έτσι μέχρι το πρωί, όταν και πήγαιναν όλοι μαζί για να τα ελέγξουν. Άλλα τσόφλια τα έβρισκαν άδεια και άλλα με λιγότερο ή περισσότερο νερό. Ανάλογα με την ποσότητα του νερού και το μήνα που αντιπροσώπευε το κάθε κέλυφος, μάντευαν ποιος μήνας θα ήταν βροχερός και ποιος όχι. Κι έτσι οι Πόντιοι της Ματσούκας δεν είχαν ανάγκη από μετεωρολόγο.
- Πηγή: Ποντιακή Εστία, έτος Β΄, τχ 24.