Δεν είναι το γαρασαρέτ’κον ομάλιν ένας απλός χορός. Είναι μέθεξη και μυσταγωγία. Το χορό που οδηγούσε τα πόδια και τις ζωές των Νικοπολιτών, που και σήμερα ακολουθεί τους απογόνους εκείνων που τους στέρησαν τη φυσική πατρίδα αλλά όχι τη μνήμη και τη ζήση της, περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο στο βιβλίο του Ιμπραχίμ, ο γιος του Ηρακλή ο συγγραφέας του, ιστορικός, ερευνητής και δημοσιογράφος Νίκος Πετρίδης. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:
Ο Δανιήλης γυρίζει το σκοπό και πιάνει το ομάλιν. Σηκώνονται κάμποσοι και συντονίζουν τα χνάρια τους. Πρώτος ο Νικόλας.
Τα σώματα ενωμένα το ένα με τ’ άλλο. Τα χέρια κολλημένα στα πλευρά, διπλωμένοι αγκώνες και πλεγμένα σφιχτά τα δάχτυλα. Παλάμη με παλάμη, αγκώνας με αγκώνα, ώμος με ώμο. Όλοι σην σειράν, χωρίς κενό, σαν κάποιο αλλόκοτο ον που κινείται ρυθμικά και νευρικά συνάμα.
Κοφτές μικρές κινήσεις, οι πλεγμένες παλάμες πάνω κάτω. Τινάζεται το σώμα δίχως σταματημό, χωρίς να κουράζεται, λες και ο ένας δίνει κουράγιο στο διπλανό του, λες και τον στηρίζει να μη λυγίσει, να μείνει στη σειρά ακλόνητος, να μην αφήσει το συλλογικό κύκλο του χορού, της κοινότητας, της ζωής τους ολάκερης.
Και είναι σαν να μην προχωρούν, να μη βιάζονται να προχωρήσουν. Το δεξί πόδι κάνει ένα μικρό βήμα στο πλάι και μένει ξανά στον τόπο. Το αριστερό έρχεται μπροστά και χτυπά με δύναμη το έδαφος. Κάθε φορά και λίγα εκατοστά πιο μπροστά. Άλλες φορές το ίδιο σημείο με δέκα, είκοσι, τριάντα βηματισμούς σημειωτόν.
Τα χέρια πάνω-κάτω, τόσο σφιχτά κρατιούνται που πονάνε στ’ αλήθεια. Οι ώμοι τρεμουλιάζουν, όλο το σώμα ανεβοκατεβαίνει και τα γόνατα λυγίζουν και τεντώνονται χωρίς σταματημό.
Λες και φτάνουν σε κάποια έκσταση, βρίσκονται σε άλλο κόσμο, τελούν μια κοινή πανάρχαια μυσταγωγία της ράτσας τους, μετέχουν της προγονικής κληρονομιάς τους.
Έχουν τα μάτια ανοιχτά, αλλά ποιος ξέρει τι βλέπουν.
«Σον τόπον» φωνάζει κάθε τόσο ένας απ’ όλους. Και με πιο πολλή δύναμη το αριστερό πόδι πατάει το χώμα, σαν να θέλουν να ξυπνήσουν τους κεκοιμημένους, να τους καλέσουν μαζί τους στον κύκλο της ζωής, να τους δείξουν ότι αυτοί, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τα δισέγγονα, είναι εκεί ενωμένοι, δυνατοί, αποφασισμένοι να συνεχίσουν τη γραμμή του αίματος.
Σαν να θέλουν να προκαλέσουν το Χάρο και να του δείξουν ότι δεν φοβούνται, είναι ένα σώμα, με μεγάλη ψυχή, σφιχτά δεμένοι κρίκοι σε μια αλυσίδα κοινοτική που δεν σπάει, μαζί αγωνίζεται, μαζί προχωράει, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, λίγο-λίγο και πιο πέρα, δεν αφήνει κανέναν να λυγίσει, κανέναν να πέσει.
Η κούραση χάνεται όταν σε στηρίζουν τα χέρια των διπλανών, όταν τα κορμιά είναι τόσο κοντά το ένα με τα’ άλλο και παρασέρνει η ρυθμική συνολική κίνηση όλα τα κομμάτια του κύκλου.
Το κουράγιο στον διπλανό και η προσμονή της νίκης, η μέθη της υπέρβασης, ο επερχόμενος θρίαμβος της συλλογικότητας και η αγωνία συνάμα, βγαίνουν βαθιά μέσα από τα στήθια με κραυγές άγριες, βραχνές, απόκοσμες. «Άιτ’, άιτ’, άάάάάιτε».
Πάμε ακόμα λίγο, όλοι μαζί, χέρι με χέρι, ώμο με ώμο, καρδιά με καρδιά. Σ’ ένα μακρύ, ατέλειωτο, μεθυστικό και λυτρωτικό γαρασαρέτ’κον ομάλιν.