Ο νταϊρές και το μπεντίρ δεν είναι ευρέως γνωστά ως ποντιακά μουσικά όργανα. Περισσότερο είναι γνωστά στη μακεδονίτικη και θρακιώτικη μουσική παράδοση.
Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες προσφύγων από τον Πόντο που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο, καθώς και μαρτυρίες των σημερινών ποντιόφωνων πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας, που συνηγορούν στο ότι ήταν αρκετά διαδεδομένα στην παράδοση του Εύξεινου Πόντου.
Κατασκευή
Ο νταϊρές ή νταχαρές ή ταγαράκι ή μπεντίρ ή τουμπανάς ή (με την πανελλήνια ονομασία) ντέφι είναι ένα μεγάλο κόσκινο καλυμμένο με δέρμα. Ως νταϊρές έχει διάμετρο 20-50 εκ. ενώ ως μπεντίρ 50-55 εκ., κάποτε όμως και μικρότερη. Στα ντέφια ή νταϊρέδες περνούν στον ξύλινο σκελετό σε ίσες αποστάσεις μικρά μπρούτζινα ζίλια (κύμβαλα). Το μπεντίρ δεν έχει ζίλια.
Το δέρμα του μπεντίρ είναι συνήθως από κατσίκα ενώ του νταϊρέ από κατσίκα, πρόβατο ή λαγό. Στερεώνεται στον ξύλινο κύλινδρο με κόλλα, καρφιά ή και τα δύο μαζί.
Παλιά διακοσμούσαν τον κυλινδρικό σκελετό με εγχάρακτα σχέδια ή με την ενθετική τεχνική σε διάφορα γεωμετρικά σχέδια. Στη Θράκη ζωγραφίζουν ακόμη και σήμερα επάνω στο δέρμα έγχρωμα σχέδια.
Ιστορία και εξέλιξη του οργάνου
Ο νταϊρές είναι το αρχαιοελληνικό τύμπανον. Η ιστορία του είναι τόσο παλιά όσο και η μητριαρχία. Χάνεται δηλαδή στα βάθη του χρόνου και του μύθου. Είναι το πρώτο μεμβρανόφωνο όργανο που χρησιμοποίησε ποτέ ο άνθρωπος, γι’ αυτό και υπάρχει σε διαφορετικά μεγέθη με διαφορετικό όνομα και με διαφορετικές τεχνικές παιξίματος σχεδόν σε κάθε χώρα.
Χρησιμοποιούνταν κυρίως από γυναίκες σε τελετές θρησκευτικού-οργιαστικού περιεχομένου (ο όρος «οργιαστικός» δεν πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα· επρόκειτο για τελετές κυρίως ψυχοθεραπευτικές – όπως η σημερινή ομαδική ψυχοθεραπεία). Οι τελετές αυτές έχουν τις ρίζες τους στις πανάρχαιες προϊστορικές μητριαρχικές κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου.
Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορία του οργάνου θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Ρέα-Κυβέλη-«Μεγάλη Μητέρα του επάνω και του κάτω κόσμου», τα μυστηριακά τελετουργικά της Μεγάλης Μητέρας και το συμβολισμό του κύκλου στη φιλοσοφία (ένωση του πνεύματος με την ύλη).
Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορία της κατασκευής του θα πρέπει να ανατρέξουμε στα απλά οικιακά σκεύη που λειτουργούσαν ανέκαθεν και ως μουσικά όργανα, π.χ. κόσκινα και ταψιά (χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ως μουσικά όργανα σε αρκετές περιοχές). Τα ταψιά ή τα κόσκινα που συνόδευαν τους γυναικείους χορούς και τα τραγούδια ντύθηκαν αργότερα με δέρματα και έγιναν νταϊρέδες ή μπεντίρια (φωτ. αριστερά: Πήλινο τηγανόσχημο σκεύος και ταυτόχρονα μουσικό όργανο, Πρωτοκυκλαδική περίοδος, 2800-2300 π.Χ., Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης).
Πολύ αργότερα ενώθηκαν δύο μπεντίρια αντικριστά στην επιφάνεια ενός ξύλινου κυλίνδρου. Με τη σταδιακή αύξηση στο ύψος του κυλίνδρου τα δύο ενωμένα μπεντίρια μετεξελίχθηκαν σε νταούλι.
Αναφορές για παίξιμο νταϊρέ ή μπεντίρ έχουμε στην Ελένη του Ευριπίδη, στις Σφήκες του Αριστοφάνη και αλλού (με διαφορετικές βέβαια ονομασίες).
Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια το συναντάμε με ονομασίες όπως: πληθία (τα), ανακαράδες (οι) και σείστρον (παρόλο που σείστρον ονομάζεται και άλλο μουσικό όργανο). Σε χειρόγραφο κείμενο του 10ου αιώνα (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) εμφανίζεται το πλήθος να επευφημεί τους νεόνυμφους έξω από την εκκλησία με «πληθία» και «χειροκύμβαλα».
Συνήθεις συνδυασμοί ήταν: λύρα-ντέφι (με τρόπο παρόμοιο με αυτό των δραμινών λυρών και ντεφιών), γκάιντα (αγγείον) – ντέφι, βιολί-λαούτο-ντέφι (για το βιολί και το λαούτο στον Πόντο υπάρχει άρθρο σε εξέλιξη). Κάποιες φορές όμως παιζόταν και μόνο του, συνοδεύοντας κυρίως γυναικείους χορούς, σπανίως δε και αντρικούς.
Τρόπος παιξίματος
Το μπεντίρ (και ο νταϊρές) κρατιέται στο ένα χέρι και παίζεται με το άλλο συνήθως με τα δάχτυλα, από δεξιοτέχνες, ή με την παλάμη: στο κέντρο οι ισχυροί τόνοι, προς την περιφέρεια οι αδύνατοι. Ένας δεξιοτέχνης μπορεί να παίξει με τα δάχτυλα και των δύο χεριών ή να δημιουργήσει ιδιαίτερους ήχους σέρνοντας βίαια στη μεμβράνη τον αντίχειρα ή το δείκτη του.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως είναι όργανα με μεγάλες εκφραστικές και τεχνικές δυνατότητες.
Τα τελευταία χρόνια ο συνδυασμός «ποντιακή λύρα – νταϊρές» διασώζεται μόνο σποραδικά στην παράδοση των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση (στο βίντεο: Νυφόπαρμαν στη Ρωσία με τους αδελφούς Νίκο και Γιάννη Γεωργιάδη).
Υπάρχουν βεβαίως και αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση επηρεάστηκαν και χρησιμοποιούν τον νταϊρέ από τους Γεωργιανούς, τους Λαζούς, τους Καζάκους κτλ. Πιστεύω όμως πως δεν χρειάζεται περαιτέρω απάντηση από τα παραπάνω στα οποία ήδη αποδείξαμε την ελληνική καταγωγή του οργάνου με αδιάσειστα στοιχεία από την αρχαιολογία και την ιστορία.
Σήμερα ως επί το πλείστον μόνον οι Δραμινοί κρατούν τη ζυγιά μακεδονίτικη (θρακιώτικη) λύρα – νταϊρές, στη δική τους όμως μουσική παράδοση.
Δυστυχώς, ένας συνδυασμός που άντεξε για χιλιετίες και είναι συνυφασμένος με την προϊστορία μας και τη φύση της φυλής μας, σχεδόν έχει χαθεί με τη γενίκευση του νταουλιού ως κατεξοχήν ποντιακού κρουστού οργάνου.
Προσωπικά θεωρώ πως η επαναφορά του νταϊρέ και του μπεντίρ στην ποντιακή μουσική παράδοση είναι ένα μεγάλο στοίχημα το οποίο οι ποντιακοί σύλλογοι πρέπει και μπορούν να κερδίσουν.
Έρευνα της Ροζαλίας Ελευθεριάδου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λ. Αγγουριδάκης, Τα κρουστά στην Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική, ΝΤΟΡΕΜΙ, 1997.
Φ. Ανωγειανάκης, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, Μέλισσα, Αθήνα 1991.
Aristoxenus von Tarent: Melik und Rhythmik des classischen Hellenenthums (Αριστόξενος,
Μελικά και Ρυθμικά Στοιχεία), Georg Olms έκδ., Hildesheim 1965.
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Έκθεσις της Βασιλείου Τάξεως, 10ος αι., Albert Vogt, Παρίσι 1939, σ. 180-181.
Χρ. Χάλαρης, Εκθέματα Μουσείου Αρχαίων Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μουσικών Οργάνων, Πολιτιστικό Κέντρο Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλονίκη 1997.
Lars Bo Kujahn, Oriental Percussion, Denmark 1990.
C. Sachs, The History of Musical Instruments, Νέα Υόρκη 1940, σ. 148-149.
ΠΗΓΕΣ
- Προσωπικές ανέκδοτες μαρτυρίες προσφύγων και σημερινών ποντιόφωνων της Μαύρης Θάλασσας.