Η ικανότητα του ανθρώπου να μετρά και να συγκρίνει είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό. Οι μονάδες μέτρησης για πολλούς αιώνες ήταν πολλές και διαφορετικές, σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση επικράτησε ένα ενιαίο μετρικό σύστημα και απλοποιήθηκε η μετρική διαδικασία.
Στον Πόντο τα χρησιμοποιούμενα μέτρα και σταθμά διέφεραν καμιά φορά από περιοχή σε περιοχή. Κοινό μέτρο βάρους ήταν η οκά, οθωμανική μονάδα μέτρησης η οποία συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τη δεκαετία του 1950 και στην Ελλάδα και αντιστοιχούσε με 1.282 γραμμάρια. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Τα πολλαπλάσια της οκάς ήταν το πατμάν, έξι οκάδες.
«Η μερμήκα εζύχτε με τ’ εκείνες το γαντάρ’ και είπε σαράντα πατμάνε είμαι» (για όσους αυτοαξιολογούνται και πιστεύουν ότι αξίζουν πολύ).
Το γαντάρ’ ή καντάρ’ ήταν 44 οκάδες. Το τσεκί ήταν ίσο με 4 καντάρια. Το τούχτ’ ήταν μονάδα βάρους με την οποία ζύγιζαν οι υφάντρες τα μάλλινα νήματα. Αντιστοιχούσε σε 50 δράμια και ήταν το ένα όγδοο της οκάς. Η λέξη τούχτ’ ίσως είναι παραφθορά της λέξης όγδοον.
Άλλη μονάδα βάρους ήταν το ξάι, από το λατινικό exagium, και δήλωνε την ελάχιστη ποσότητα. Ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο έκτο της ουγγιάς. Χρησιμοποιείται ποσοτικά, π.χ. έναν ξάι φαΐν, και χρονικά, π.χ. ας κάθουμαι ένα ξάι, ενεγκάστα. Το μέτρο αυτό βάρους στο Βυζάντιο ζύγιζε μυρωδικά και πολύτιμα πράγματα γενικά, όπως πυρίτιδα, σφαιρίδια για κυνηγητικά όπλα, μεταξόσπορο, μπαχαρικά.
Για τα σιτηρά χρησιμοποιούσαν το κότ’, την αρχαία κοτύλη. Στην αρχαία Ελλάδα η βάση των μονάδων για τη μέτρηση των στερεών ήταν ο κύαθος (0,046 λίτρα). Παράγωγες μονάδες από τον κύαθο: 1 κοτύλη = 6 κύαθοι (0,276 λίτρα). Στον Πόντο το κότ’ κατασκευαζόταν από ξύλο ελάτου και είχε στο λαιμό του ένα σιδερένιο τσέρκι.
«Το κιφάλ ‘ν’ ατ’ άμον κότ’»
= κοτοκέφαλος, χοντροκέφαλος.
Κοτέω = μετρώ με το κότ’. Το ψωμιάρ’ ήταν μια ποσότητα από 16 κότε: «εποίκαμε δύο ψωμιάρε κοκκία».
Στη Χαλδία χρησιμοποιούσαν και το χοινίκ’, που ισοδυναμούσε με δυόμισι κότε. Ο χοίνιξ ήταν μέτρο χωρητικότητας για ξηρά από την αρχαία Ελλάδα και ισοδυναμούσε εκεί με το 1/48 του μέδιμνου. Ο μέδιμνος ήταν περίπου 38 οκάδες, επομένως ο χοίνιξ περίπου 315 δράμια.
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, το καθημερινό σιτηρέσιο ενός στρατιώτη ήταν ένας χοίνιξ σταριού, «η γαρ χοίνιξ ημερήσιος τροφή». Η καθημερινή ζωή των δούλων «ήταν πλέον δυοίν σοι χοινίκων ο δεσπότης παρέχει», δυο χοίνικες δηλαδή. Τη λέξη την συναντάμε και στην Αποκάλυψη: «και ήκουσα ως φωνήν εν μέσω των τεσσάρων ζώων λέγουσαν· χοίνιξ σίτου δηναρίου, και τρεις χοίνικες κριθής δηναρίου».
Το καπίτσ’ ήταν 100-150 δράμια και ήταν το δικαίωμα του μυλωνά για το άλεσμα από κάθε κότ’. Το μέτρο και η λέξη είναι επίσης από την αρχαία Ελλάδα. Είναι η αρχαία καπίθη που ισοδυναμούσε με δύο χοίνικες, ήρθε από την Περσία, και μας λέει ο Ξενοφών: «η καπίθη εχώρει δύο αττικάς χοίνικας». Μέτρα όγκου καθημερινής χρήσης ήταν επίσης η βούρα (όσα χωράει η παλάμη) και η γοσέα (όσα χωράνε δύο παλάμες).
Μονάδα μέτρησης υγρών ήταν η λογαρκή, δηλαδή η μισή οκά. Η λέξη είναι βυζαντινή και απαντάται σε χειρόγραφο του 16ου αιώνα της Μονής Κουτλουμουσίου: «βάλε ύδωρ λογαρικήν, ήγουν λίτραν μίαν».
Μέτρα μήκους ήταν το αρσίν ή πήχης (0,75 μ.,) η ενταζά (0,65 μ.) και η αγκωνέα (μήκος από τον αντίχειρα μέχρι τον αγκώνα).
Η ορκέα ή ορέα είναι το αρχαίο ελληνικό οργυιά (η έκταση των δύο χειρών).
Με ορέας μετρούσαν τα άχυρα που έτρωγε ένα μεγάλο ζώο. Η πιθαμέα, ανθρωπομετρική μονάδα μήκους και αυτή (η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού), ίση με 18 εκατοστά περίπου. Τέλος το λυκόχασμαν, το άνοιγμα του στόματος του λύκου, δηλαδή το άνοιγμα από τον αντίχειρα μέχρι το δείκτη.
Η πρώτη γενιά Ποντίων αναφερόταν συχνά στα μέτρα αυτά, έστω κι αν δεν χρησιμοποιούνταν επίσημα. Ειδικά αυτά που αφορούσαν την καθημερινότητα: ορέα, αγκωνέα, πιθαμέα, λυκόχασμαν.
Γιώτα Ιωακειμίδου