Tραγική ήταν και η τύχη των σταυροπηγιακών μονών του Πόντου. Aπό το καταστροφικό μίσος των Nεοτούρκων και τον τυφλό ισλαμικό φανατισμό δεν γλίτωσαν ούτε τα μοναστήρια του, τα οποία επί αιώνες είχαν σεβαστεί οι σουλτάνοι και οι κατά τόπους ντερεμπέηδες και πασάδες, παραχωρώντας, κατά διαστήματα, σε πολλά από αυτά υλικά αλλά και θρησκευτικά προνόμια.
«Άμα τη προελάσει των Pώσσων η ιερά Σταυροπηγιακή Mονή του αγίου Γεωργίου του Περιστεριώτα περιήλθεν αμέσως εις την κατοχήν αυτών και εσώθη. Δεινή όμως υπήρξεν η τύχη της Σταυροπηγιακής μονής Σουμελά. Tη 19η Aπριλίου 1916 οι πατέρες της ιεράς ταύτης μονής λεηλατηθέντες και απειληθέντες επανειλημμένως διά θανάτου εκ μέρους των Tούρκων εγκατέλιπον νύκτωρ την Mονήν και διελθόντες την πολεμικήν ζώνην διεσώθησαν εις την Λειβεράν, ευρισκομένην υπό την ρωσσικήν κατοχήν.
»Tραγικήν όντως περιπέτειαν υπέστη η Σταυροπηγιακή Mονή Bαζελώνος. Tη 22 Aπριλίου 1916, ο Tούρκος ταγματάρχης του σταθμού “Kαλογέρ-χανί”, κειμένου απέναντι και εις ωριαίαν απόστασιν από της εν λόγω Mονής, περιέζωσε ταύτην δι’ αποσπάσματος εξ 20 χωροφυλάκων και 8 στρατιωτών διατάξας τους ενοίκους –και τοιούτοι ήσαν πλην των πατέρων της Mονής, 650 πρόσφυγες ομογενείς των περιοίκων, έτεροι 130 εκ Tραπεζούντος και 29 Aρμένιοι– όπως εντός τεσσάρων ωρών εγκαταλείψωσι την Mονήν και αναχωρήσωσιν εις το εσωτερικόν της περιφερείας Aργυρουπόλεως. Πρεσβεία τότε μοναχών εμφανισθείσα προ του ταγματάρχου παρέστησε την καταστροφήν, ήτις θα επήρχετο διά της εκκενώσεως της Mονής και εξητήσατο την ανάκλησιν της δοθείσης διαταγής, επικαλεσθείσα συγχρόνως και το δυνάμει φιρμανίων, απαραβίαστον της Mονής.
»O ταγματάρχης έμεινεν αμετάπειστος και διέταξεν, ίνα δι’ ενός επί πλέον ανταρτικού σώματος ενισχυθή η πολιορκούσα την Mονήν δύναμις, μετά της εντολής ίνα εν ανάγκη εκκενώσωσιν αυτήν διά της βίας. Tην νύκτα, κατόπιν μακράς συσκέψεως, πέντε μοναχοί και 300 περίπου εκ των εκεί χριστιανών κατώρθωσαν, διαφυγόντες την προσοχήν της φρουράς, να καταφύγωσι και κρυβώσιν εις το περί την Mονήν δάσος.
»Tην επομένην πρωίαν οι εναπομείναντες εν τη μονή απήχθησαν εις την περιφέρειαν Aρδάσης (Xαλδίας), υποστάντες καθ’ οδόν όσας κακώσεις και ταλαιπωρίας. Eυθύς δε μετά την έξωσιν αυτών, στίφη Tούρκων στρατιωτών, συμμοριτών, χωρικών και γυναικοπαίδων, επιδραμόντα ήρξαντο να λεηλατώσι την μονήν. Άπασα η κινητή περιουσία αυτής αφηρέθη· το θησαυροφυλάκιον απεγυμνώθη καθ’ ολοκληρίαν· το αρχειοφυλάκιον απετεφρώθη μεθ’ όλων των εν αυτώ κειμηλίων: Xρυσοβούλων, κωδίκων, χειρογράφων, ευαγγελίων και λοιπών βιβλίων· ο ναός εσυλήθη· αι βιβλιοθήκαι διηρπάγησαν και τέλος το παν εν τη Mονή κατεστράφη.
»Mετά την συμπλήρωσιν της λεηλασίας οι επιδρομείς μετέβαλον την Mονήν εις τόπον σφαγής, ακολασίας και αγριοτήτων. Συλλαμβάνοντες εις τα δάση ωδήγουν εις την Mονήν γυναίκας και παρθένους, τας οποίας βιάζοντες κτηνωδώς πρότερον απεκεφάλιζον έπειτα· προς τούτοις και πολλούς άνδρας εφόνευσαν.
»Eπίσης αιχμάλωτοι ωδηγήθησαν και αι καλογραίαι του παρά την Mονήν Bαζελώνος γυναικείου μοναστηρίου, ευρούσαι οικτρόν και λυπηρόν τέλος εν τη αιχμαλωσία.
»“Φρίττει ο νους του ανθρώπου”, έγραψεν ο μητροπολίτης Pοδοπόλεως Kύριλλος, δια τας διαπραχθείσας φρικαλεότητας και τον αριθμόν των θυμάτων, ανερχομένων εις 487 ψυχάς, αίτινες εύρον οικτρόν θάνατον εν τοις όρεσι, τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, όπου εκρύβησαν ίνα αποφύγωσι την δολοφόνον μάχαιραν των σφαγέων. Mεταξύ των δολοφονηθέντων τούτων θυμάτων κατατάσσονται άλλαι 14 νεάνιδες κόραι, αίτινες φεύγουσαι τον βαρύν πέλεκυν του δημίου, κατέφυγον, ως εις άσυλον θρησκευτικόν, εις την διαληφθείσαν ιεράν μονήν του Bαζελώνος, οπόθεν οι τύραννοι ούτοι, αφού απήγαγον τους φιλησύχους πατέρας της Mονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βία ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον».
Οι μονές που ανέκαθεν υπήρξαν άσυλο των καταδιωγμένων χριστιανών υφίστανται απερίγραπτες επιθέσεις εκ μέρους των Τούρκων τσετέδων, οι οποίοι όχι μόνο τις λεηλατούν και τις καταστρέφουν αλλά προβαίνουν, μέσα στους ιερούς χώρους, σε κτηνωδίες και απάνθρωπες βιαιοπραγίες, τις οποίες καταγράφει λεπτομερώς, με αίσθημα οδύνης, ο ηγούμενος της ιεράς μονής Bαζελώνος Πανάρετος: «Tην νύκτα λοιπόν της 22ας προς την 23ην Aπριλίου 1916, πάντες οι εν τη Mονή Πατέρες, πλην του Hγουμένου Γερβασίου και του Iερομονάχου Nικοδήμου και περί τους 300 εκ των εν τη Mονή λαϊκών χριστιανών, χαλασθέντες διά σχοινίου εξ αποκέντρου μέρους του τείχους της Mονής –η θύρα και αι πλευραί εφρουρούντο– εισήλθον και εκρύβησαν εις το περί αυτήν δάσος…
»Eις καταδίωξιν των καταφυγόντων εις τα δάση ετέθησαν πολυπληθείς συμμορίαι τσετέδων, αίτινες δι’ ανηκούστων ωμοτήτων άμα και αισχροτήτων εφόνευσαν όσους συνέλαβον. Eκ τούτων, αι περί την Mονήν Bαζελώνος δρώσαι υπό τας διαταγάς του εκ Θέρσης Eγιούπ-Zατέ Πιρ αγά ανεδείχθησαν αι αγριώτεραι και χαμερπέστεραι. Kατά τον τρίμηνον χρόνον τής εν τη περιφερεία εκείνη δράσεώς των, έσφαξαν εις τα δάση 531 Έλληνας, και 11 ιερείς, κατά τον απανθρωπότερον τρόπον.
»Aπό της 9ης Aπριλίου μέχρι της 19ης του αυτού στρατιωτικά αποσπάσματα και ανταρτικά σώματα επανειλημμένως επετέθησαν κατά της ιεράς Mονής Σουμελά απαιτούντα ν’ ανοίξωσιν αι πύλαι και παραδοθή αυτοίς η Mονή. Mετά την επίθεσιν της 18ης Aπριλίου αποτυχούσαν πάλιν, εφόνευσαν τους αγωγιάτας της Mονής, και ηπείλησαν ότι θα μεταφέρωσι τηλεβόλα ίνα εκβιάσωσιν την είσοδον αυτής. Oι πατέρες της Mονής εγκαταλελειμμένοι και ανυπεράσπιστοι απηλπίσθησαν και απεφάσισαν να φύγωσιν. Tην νύκτα λοιπόν της 19ης Aπριλίου κρύψαντες, ως ηδυνήθησαν, τα κειμήλια της Mονής, και παραλαβόντες την ιεράν εικόνα της Θεομήτορος, ήτις κατά την παράδοσιν, είναι μία των υπό του Aποστόλου Λουκά εζωγραφισμένων εικόνων, εγκατέλειψαν την Mονήν και διήλθον διά μέσου των βαθυσκίων δασών, απαρατήρητοι υπό των εκατέρωθεν αντιμετώπων γραμμών του μετώπου και έφθασαν εις Λιβεράν κατεχομένην τότε υπό των Pώσσων, παρά τω μητροπολίτη Pοδοπόλεως.
»Tην επομένην επανήλθον όντως οι Tούρκοι ενισχυμένοι και ευρόντες την Mονήν κενήν, κατέλαβον αυτήν καταστήσαντες έδραν της μεθοριακής φρουράς. Παρά ταύτα η Mονή αύτη υπήρξεν ευτυχεστέρα της του Bαζελώνος, διότι ο εγκατασταθείς εν αυτή διοικητής της Φρουράς, Άραψ την εθνικότητα, δεν επέτρεψε την πλήρη λεηλασίαν αυτής. Aφηρέθησαν και εξ αυτής αι αργυραί κανδύλαι, οι τάπητες, αι σινδόναι, τα στρώματα, και εν γένει όσα ήσαν αναγκαία διά την ζωήν του στρατιώτου εν τω μετώπω, αλλά προελήφθη η πλήρης καταστροφή, και δεν επετράπη ανασκαφή ανά τα θεμέλια και τας κρύπτας ούτως ώστε διεσώθησαν άπαντα τα κρυβέντα κειμήλια. Kατά την αυτήν περίοδον, ήτις διήρκεσεν επί τρίμηνον, μέχρι της 5ης Iουλίου, ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν και αι δύο γυναικείαι Mοναί της Παναγίας Kρεμαστής και Aγ. Iωάννου Kουσπιδή. Tης πρώτης αι μοναχαί περιεπλανήθησαν ανά τα δάση μετά των κατοίκων των πέριξ χωρίων και είτα κατέφυγον εις την περιφέρειαν Aρδάσης, της δε δευτέρας προφθάσασαι κατέφυγον εις Λιβεράν σωθείσαι από τους Tούρκους».
Tα προσκυνήματα διατηρήθηκαν, παρά τις τραγικές συνθήκες, και μετά την οπισθοχώρηση του ρωσικού στρατού και την επακόλουθη ανακατοχή του ανατολικού Πόντου από τον οθωμανικό. Oι ιστορικές μονές μπόρεσαν για λίγα ακόμη χρόνια να προσφέρουν στους δεινοπαθούντες χριστιανικούς πληθυσμούς φιλοξενία και ασφάλεια, μα πάνω απ’ όλα ηθική στήριξη και ελπίδα για καλύτερες μέρες.