Πέντε χρόνων δεν ήμουνα ακόμα. Και δεν ανιστορώ τι εποχή ήτανε, καλοκαίρι γιά χειμώνας. Η καλή μου μάνα –αυτή ήταν και μάνα (γιαγιά) και μητέρα– με πήρε απ’ το χέρι.
«Έλα πουλόπο μ’, είπε, άσαλγον παιδίν είσαι, σα δουλείας πάγω κι ο νουσή μ’ οπίσ’ απομέν’, ρούεις’ κι’ ασδώματα και σκοτούσαι, θα φέρω σε σο Σχόλειον, κ’ εκεί κά κάθεσαι, όσον ξαρτεύκεσαι πα καλόν εν».
Κι’ αποκεί απ’ το σπίτι μας με τον κοφτό δρόμο ανάμεσα στα περιβόλια περάσαμε μπροστά στην εκκλησία, προσκυνήσαμε την κλειστή πόρτα του αυλόγυρού της και λίγα βήματα παρέκει κολλητά σ’ αυτόν αντικρύσαμε την πόρτα της αυλής του Σχολειού. Πάτησε με το χέρι της τον πετεινό κι’ άνοιξε η πόρτα.
Ήλιος χαραδεξία. Τα παιδιά μελισσοπούλια βουίζανε. Κι’ η μάνα μου αφού μ’ εμπιστεύθηκε σε κανένα-δυο προχώρησε προς το Σχολειό να δη τον δάσκαλο. Ο Σαλονίκς ήταν απ’ το πατρικό της χωριό (Πιβερά) και λίγο συγγενής της· ίσως δεν θα της χαλνούσε το χατίρι. Δεν άργησε και πολύ· εκεί κάπου τον συνάντησε.
Δάσκαλε, του είπε, αφού τον χαιρέτησε, σε φέρω αυτό το παιδί να κάτση εδώ με τ’ άλλα παιδιά, μικρό είναι, αλλά δεν θα ’χω και απαιτήσεις, όσον ξαρτεύκεται πα κανείται. Παρακαλώ να το δεχθής. Ο Σαλονίκς πρόθυμος να την ευχαριστήση, αλλά και ψύχωσίς του ήταν το δασκαλίκι, η εργασία. Στάσου, της είπε λιγάκι, είναι κ’ εκεί της Κυζιρίνας το παιδί, θα κάμω την βάσανο.
Μας πήρε και τους δυο σε μια γωνιά κι ίσια-ίσια στην κορφή της γωνιάς των δυο τοίχων δίπλα στην πόρτα του Σχολειού – σαν κατηχούμενους. Στα χέρια του κρατούσε μια βεργίτσα. Την έσπασε σε τρία ξυλάκια, δυο μεγαλύτερα κ’ ένα πιο μικρό. Κάθησε «κούκουβα» (οκλαδόν) κι’ έβαλε κατά τέτοιο τρόπο τα δύο ξυλάκια για να κάνη το Λ, πρόσθεσε και το μικρότερο κι έφτιασε το Α. Τα χάλασε κατόπιν κι έβαλε πρώτο εμένα να τα χτίσω. Το πέτυχα απαράλλαχτα και εύκολα. Έβαλε κατόπιν και τον άλλον να το κάνη και δεν το πέτυχε. Γυρίζει τότε πίσω ο Σαλονίκς προς την γιαγιά μου: Κυρά Άννα, κυρά Άννα, της λέει. Θα μάθει γράμματα το παιδί σου! Αυτός εκεί δεν θα μάθη.
Πόσο ζωηρά θυμάμαι αυτήν την σκηνή του πρώτου μου διαγωνισμού! Και πόσο γλυκά γυρίζω πίσω με την φαντασίαν μου και αναζητώ την όμορφη εκείνη και ελπιδοφόρο απαρχή! Νά γιατί εκτιμώ και χαίρουμαι για την εργασία όλων που μας θυμίζουνε τα πρώτα μας στρατοπατήματα, Έτσι μπήκα «σο πινακίδ».
Είναι η ανατολή η δική μου και σ’ αυτήν στρέφομαι στοργικά τώρα που γήρασα και την καλή μου μάνα οραματίζομαι κι’ ο νους μου πλανάται στα νοσταλγικά χώματα που πρωτοείδα –το φέγγος το ασύγκριτον του γνώριμου ουρανού– και με την φαντασίαν μου εκδικούμαι την κακία των περιστάσεων, που δεν μας άφησαν να χαρούμε την ζωή και να κοιμηθούμε μακάριοι εκεί στην λαφριά γη με την προσδέουσαν ιερότητα του οικογενειακού τάφου.
Ας είνε πάντ’ άξιος εκείνος που ανοίγει τον δρόμον των πλάνων οραματισμών μας.
Θ. Κ. Θεοφύλακτος
Ποντιακή Εστία, τ. 1, Ιανουάριος 1950.
* Απ’ την Τσίτεν, όπου πέρασα τα πρώτα μου δέκα χρόνια.