Οι λαϊκές δοξασίες για τη βασκανία –ή «τ’ ομμάτ’» των Ποντίων– ήταν βαθιά ριζωμένες ακόμα σε αρχαίους λαούς όπως οι Χαλδαίοι, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι. Ακόμη και θεά είχαν οι Ρωμαίοι που τους προστάτευε από τη βασκανία, την Cumina. Αντιλήψεις τόσο βαθιά ριζωμένες τις υιοθέτησε και ο Χριστιανισμός, μια και δεν ήταν εύκολο να τις εκριζώσει. Ακόμα και ο Δημόκριτος, όπως αναφέρεται στις πηγές, υποστήριζε ότι τα μάτια του βάσκανου εκπέμπουν εικόνες που έχουν αισθήσεις και ορμή, και επηρεάζουν τον παθόντα.
Οι Πόντιοι λοιπόν δεν αποτελούσαν εξαίρεση, πίστευαν πολύ στο μάτι. Μάτιαζαν οι ηλικιωμένοι με γαλανά μάτια και όσοι είχαν βυζάξει για δεύτερη φορά, μετά το «αποκόλισμαν» (το απόκομμα από το βυζί της μάνας τους). Μάτιαζαν όμως και τα λόγια, «το στομολόγεμαν», που ήταν ο θαυμασμός εκφρασμένος με λόγια για τις αρετές και την ομορφιά. Αλίμονο στον ατυχή που έπεφτε σε άνθρωπο που τα είχε και τα δυο.
Ματιάζονταν πολλοί και διάφοροι: παιδιά, λεχώνες, έφηβοι, όμορφα κορίτσια, αγελάδες, άλογα, κατσίκια, ακόμα και οι κότες της γιαγιάς μου.
«Λιθάρε σπαν με τ’ όματετ», ή «σην τεπέν απάν φέρ’ τον άνθρωπον», έλεγαν γι’ αυτούς που μάτιαζαν. Για όσους ματιάζονταν εύκολα λέγανε: «τ’ άστρον ατ’ χαμελόν έν και ομματέσκεται πολλά» (το άστρο του είναι χαμηλά και ματιάζεται πολύ).
«Μάσαλαχ να μην ομματέεται», «φτύσον τρία φοράς», ήταν οι συνήθεις προτροπές για τους ύποπτους γαλανομάτηδες.
Τα μέτρα προστασίας για ανθρώπους και ζώα ήταν πολυποίκιλα: χαμαΐλε από τον Αγιοντάφο (φυλαχτά που είχαν σχήμα τριγωνικό και μέσα γραμμένα διάφορα ξόρκια)· ματοζίνιγα (ματόχαντρα) μπλε· σκόρδα με επτά κεφάλια· φλουρί μέσα σε τουλπάνι δεμένο στο κεφάλι, κ.ά. Στα ζώα πάλι κρεμούσαν χάντρες στις ουρές τους ή χαϊμαλιά στα κέρατα, και ειδικά τις αγελάδες τις άρμεγαν μακριά από τα βλέμματα και ποτέ δεν έλεγαν πόσο γάλα έδιναν.
Οι ξαφνικές αρρώστιες, όπως ξαφνικός υψηλός πυρετός, σπασμοί, κοκκίνισμα ματιών και γενικά τα «αποτσιγγώματα» και τα «αποχασμώματα» αποδίδονταν σε μάτιασμα. Τα ματιασμένα ζώα γίνονταν δύστροπα, λιγόστευε κατά πολύ το γάλα τους ή πέθαιναν ξαφνικά.
Ο ματιασμένος έπρεπε να ξεματιαστεί με διάφορους τρόπους: τον θύμιαζαν με καμένα σταυρολούλουδα και λιβάνι, διάβαζαν το πάτερ ημών, τροπάρια, ξόρκια, τον σταύρωναν με αλάτι διαβασμένο στην εκκλησία τη Μεγάλη Εβδομάδα. Με τον ίδιο τρόπο ξεμάτιαζαν και τα ζώα. Αν το μάτιασμα ήταν παλιό, ακολουθούσαν άλλη τακτική: μια γυναίκα ειδική διάβαζε τον ματιασμένο επτά φορές, και σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις έπαιρναν από τον ύποπτο που προκάλεσε το μάτι ένα κομμάτι ύφασμα και χώμα από την πατημασιά του και με αυτά «αποκάπνιζαν» τον παθόντα.
Παναγιώτα Ιωακειμίδου
Φιλόλογος