O χειμώνας του 1920-1921 έφερε ανείπωτες συμφορές στους Έλληνες του Πόντου. Όσοι απέμειναν πλήρωναν με το ακριβότερο τίμημα τις νίκες του ελληνικού στρατού στα πεδία των μαχών.
Τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, που στην πραγματικότητα ήταν μεσαιωνικά στρατοδικεία, και σ’ αυτήν την περίοδο με συνοπτικές διαδικασίες οδηγούσαν τους περισσότερους στον «διά της αγχόνης» θάνατο. H επιλογή των προσώπων ήταν αυστηρά επιλεκτική. Συλλαμβάνονταν όσοι είχαν διακριθεί στα γράμματα, την οικονομία και την πολιτική.
Στις 5 Ιανουαρίου 1921 η κυβέρνηση της Άγκυρας με διάταγμα αποφάσισε το κλείσιμο όλων των χριστιανικών εκπαιδευτηρίων, με εξαίρεση τα αμερικανικά. Οι κεμαλικοί στην Τραπεζούντα «διέταξαν το κλείσιμον πάντων των καθιδρυμάτων και σχολών των υπό την προστασίαν των Συμμάχων ευρισκομένων, εκτός του αμερικανικού ορφανοτροφείου. Kατ’ άλλας ειδήσεις συνέβησαν εκεί ταραχαί προκληθείσαι υπό Kεμαλικών».
Στις 31 Ιανουαρίου 1921 συνελήφθησαν όλα τα μέλη του μουσικοφιλολογικού συλλόγου της Άνω Αμισού «Oρφεύς» με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και οδηγήθηκαν στις φυλακές, αρχικά της Αμισού και μετά της Αμάσειας, οι οποίες ήταν γεμάτες από Έλληνες διανοουμένους και εμπόρους της Αμισού, της Πάφρας και του Αλατζάμ.
Οι νέες κεμαλικές ακρότητες ξεπέρασαν τις αγριότητες του παρελθόντος τόσο στην ένταση όσο και στον αριθμό θυμάτων και των μεθόδων που εφαρμόστηκαν.
O καπουτσίνος μοναχός της Τραπεζούντας Cirillo Giovanni Zohrabian, μια ηρωική και δυναμική φυσιογνωμία, που βοήθησε πολύπλευρα τους Έλληνες της περιοχής του, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Αρχές Απριλίου του 1921 η τουρκική αστυνομία άρχισε την έρευνα των σπιτιών των Ελλήνων, για να βρουν στοιχεία που να αφορούν την προτιθέμενη δημιουργία ελληνικής αυτοκρατορίας του Πόντου. Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες, αλλά συνελήφθησαν ο κ. Καπετανίδης, διευθυντής της εφημερίδας Εποχή, ο γιατρός Χατζηνότας και ο μητροπολιτικός επίτροπος Ματθαίος Κωφίδης. Oδηγήθηκαν πρώτα στη Σαμψούντα κι ύστερα στην Aμάσεια, από όπου πορεύτηκαν μαζί με άλλους εβδομήντα εννιά συλληφθέντες στην περιοχή της Σαμψούντας. Σώθηκε μόνο ο γιατρός Χατζηνότας, χάρη στην επέμβαση ανθρώπων με κύρος και καλών πληρωτών· οι άλλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό.
»O κ. Kαπετανίδης άκουσε την καταδίκη με ηρεμία. Έγραψε τη διαθήκη του έμμετρη σ’ ένα τραπεζικό χαρτονόμισμα: “Αγαπημένοι μου κατηγορήθηκα άδικα, πεθαίνω με θάρρος και παρακαλώ τον Κύριο να απελευθερώσει την άτυχη ορθοδοξία από τα χέρια των σκύλων διωκτών μας…”.
»Φάνηκε τολμηρός μέχρι το τέλος. Πριν ανέβει στο ικρίωμα μίλησε με σταθερή φωνή για την καταδίκη του· μετά πέρασε το σχοινί στο λαιμό του κι έσπρωξε το σκαμνί. Δύο λεπτά αργότερα πέρασε στην αιωνιότητα».