Χορός από τους πλέον διαδομένους στον Πόντο, γνωστός και ως πιπιλομάταινα.
Τόσο η ονομασία «πατούλα» (άσπρη παχουλή κοπέλα) όσο και η ονομασία «πιπιλομάταινα» (κοπέλα με μικρά μάτια) προέρχονται από ευρύτατα γνωστά σατιρικά δίστιχα όπως: «η πατούλα εν τ’ εμόν κι άντρας ατς εν σον γκρεμόν!» ή «η πιπιλομάταινα ούι ν’ αθεμά’ τενα, αν κι δείτε μ’ ατένα φυγαδάζομ’ ατένα».
Η μελωδία του χορού είναι μία και σ’ αυτήν προσαρμόζονται όλα τα δίστιχα, τα οποία από ένα σημείο και μετά μπορούν να μην αναφέρονται στην «πατούλα» ή στην «πιπιλομάταινα».
Ο ρυθμός είναι εννιάσημος (9/8 συνήθως) και το κινητικό μοτίβο αποτελείται από δύο μέρη των τεσσάρων (πηδηχτών) βημάτων.
Στα τέσσερα πρώτα βήματα η φορά της κίνησης είναι προς τα δεξιά, ενώ στα επόμενα τέσσερα προς τα αριστερά, έτσι οι χορευτές κάνουν μια παλίνδρομη κίνηση και ο χορός χορεύεται ουσιαστικά επιτόπου. Το χορευτικό σχήμα είναι ο ανοιχτός κύκλος, ενώ τα χέρια είναι πιασμένα από τους ώμους και αυτό κάνει την πατούλα τον μοναδικό παμποντιακό χορό με τέτοια λαβή πιασίματος.
Οι διαφοροποιήσεις που συναντάμε στην εκτέλεση των βημάτων από περιοχή σε περιοχή είναι μηδαμινές και αυτό είναι ένα ακόμη από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του χορού αυτού σε σχέση με άλλους παμποντιακούς χορούς όπως το εμπροπίσ’ ή το τίκ’. Στην Τραπεζούντα ο χορός και το τραγούδι αποκαλείται «κόρη κοπέλα».