Παμποντιακός χορός, ο πλέον διαδομένος στον Πόντο, ενώ σήμερα είναι ευρύτατα γνωστός και μεταξύ των υπόλοιπων Ελλήνων. Η ονομασία του προέρχεται από το τουρκικό «ντικ», που σημαίνει όρθιο, ολόρθο.
Πολλές είναι οι παραλλαγές του ανάλογα με την περιοχή του Πόντου, ενώ ακόμη και στο ίδιο χωριό μπορούσαν να χορεύονται δύο, τρεις ή και περισσότερες μορφές του χορού.
Το συνηθέστερο είναι στην ίδια περιοχή να χορεύεται μία μορφή αργού και μια μορφή γρήγορου τίκ’.
Η πιο κοινή παραλλαγή του αργού τίκ’ συναντιόταν σε όλες σχεδόν τις περιοχές του Πόντου και είναι αυτή που επικράτησε και διαδόθηκε και στην Ελλάδα, και όταν λέμε γενικά χορός τίκ’, αναφερόμαστε σ’ αυτήν.
Στην εν λόγω παραλλαγή οι χορευτές είναι πιασμένοι, κοντά ο ένας στον άλλον, από τις παλάμες, με τα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες, σε ανοιχτό κύκλο. Υπάρχει χαρακτηριστικό στιλ στην εκτέλεση των βημάτων, που απαιτεί από τους χορευτές να λυγίζουν τα γόνατά τους, απ’ όπου και η ονομασία τίκ’ ‘ς σο γόνατον, ενώ το υπόλοιπο κορμί στέκει όρθιο, στητό (τίκ’ σημαίνει όρθιο, λεβέντικο).
Το βασικό κινητικό μοτίβο του χορού αποτελείται από τέσσερις κινήσεις του ποδιού (άρση-πάτημα, κάμψη, επαναφορά, μικρότερη κάμψη) σε ρυθμό 9/8 και ανάλυση 2+3+2+2. Η χορογραφία περιλαμβάνει την επανάληψη του βασικού μοτίβου τέσσερις φορές με εναλλαγές στο πόδι που εκτελεί την κίνηση, τρεις σχεδόν επιτόπου (δεξί – αριστερό – δεξί) και μία με το αριστερό πόδι προς το κέντρο του κύκλου. Η χορογραφία ολοκληρώνεται με ακόμη δύο βήματα, ένα με το δεξί προς το πλάι (αξίας 5/8) και ένα με το αριστερό προς την αρχική περιφέρεια του κύκλου (αξίας 4/8).
Όταν στη δεύτερη κίνηση αντί για κάμψη έχουμε αναπήδηση, τότε ο χορός παίρνει την ονομασία τίκ’ λαγκευτόν. Οι Πόντιοι μάλιστα από την περιοχή της Νικόπολης χορεύουν το τίκι, στο οποίο οι αναπηδήσεις είναι έντονες, με κούνημα του σώματος στον αέρα και με κράτημα των χεριών ψηλά στην έκταση.
Στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν συναντάμε το «βαρύν», «αργόν» τίκ’, όπου τα χέρια είναι πιασμένα από τους ώμους και οι κινήσεις των ποδιών γίνονται λιγότερο έντονα, χωρίς τη χαρακτηριστική κάμψη αλλά με άρση. Επίσης η τέταρτη επανάληψη του κινητικού μοτίβου δεν γίνεται προς το κέντρο του κύκλου αλλά όπως οι προηγούμενες τρεις, δηλαδή επιτόπου, και τα επόμενα δύο βήματα γίνονται προς τα δεξιά.
Οι μουσικοί της περιοχής (όπως ο Κώτσος Λεπτοκαρίδης) συνηθίζουν να αποκαλούν τις μελωδίες που συνοδεύουν αυτή τη μορφή του χορού και ως «ζουρνά τικά» καθώς είναι χαρακτηριστικές για το εν λόγω μουσικό όργανο.
Στην περιοχή της Τραπεζούντας βρίσκουμε ολόκληρες ομάδες χωριών, όπως αυτές της Ματσούκας, που χορεύουν το χορό με λιγότερα βήματα. Αντί λοιπόν να επαναλάβουν το βασικό μοτίβο του χορού τρεις φορές επιτόπου, το κάνουν μόνο μια φορά (δηλαδή με το δεξί πόδι) και μετά ακολουθούν τα υπόλοιπα βήματα (με το πρώτο από τα δύο τελευταία βήματα να γίνεται προς το κέντρο του κύκλου). Η εκτέλεση των βημάτων είναι ζωηρή, με τάση για μικρές αναπηδήσεις ή τίναγμα του κορμιού προς τα πάνω.
Σε άλλα πάλι χωριά στην περιοχή της Τραπεζούντας, ο ίδιος αριθμός βημάτων χορεύεται με τελείως διαφορετικό στιλ. Οι κινήσεις είναι κοφτές, το βασικό μοτίβο επαναλαμβάνεται πάλι δύο φορές αλλά τώρα δεξιά και αριστερά, ενώ τα δύο βήματα που ακολουθούν γίνονται πλάγια δεξιά, προς το κέντρο το ένα (δεξί) και προς την περιφέρεια το άλλο (αριστερό). Στην παραλλαγή αυτή αλλάζει και ο ρυθμός της μελωδίας σε 2/8.
Στην Ίμερα έχουμε μάλιστα μια μορφή του χορού, το χυτόν, η οποία θέλει τη μετακίνηση να γίνεται προς τα αριστερά και όλα τα βήματα να γίνονται με το άλλο πόδι από αυτό που περιγράφηκε μόλις πριν (αντί να πάει το δεξί πλάγια δεξιά προς το κέντρο πάει το αριστερό πλάγια αριστερά προς το κέντρο κ.ο.κ.).
Τις μορφές αυτές του τίκ’ οι υπόλοιποι Πόντιοι τις ονόμασαν τίκ’ μονόν εξαιτίας των λιγότερων βημάτων, ενώ αυτοί που τις χόρευαν ονόμαζαν το χορό απλά τίκ’. Σε αντιδιαστολή με το μονόν τίκ’ εμφανίστηκε στην Ελλάδα και ο όρος διπλόν τίκ’ (μάλλον αδόκιμος, επειδή, αν μετρήσουμε τις κινήσεις, στις οποίες υποτίθεται ότι αναφέρεται ο όρος, θα μιλούσαμε για τριπλό και όχι για διπλό τίκ’).
Τίκ’ μονόν βρίσκουμε και σε άλλες περιοχές του Πόντου, όπως η Πάφρα και το Ακ Νταγ Ματέν, στις οποίες μάλιστα χορευόταν και η πιο συνηθισμένη μορφή του χορού.
Πάλι στην περιοχή της Τραπεζούντας, και ειδικότερα στα χωριά της Ματσούκας, υπάρχει μια μοναδική παραλλαγή του χορού, το «από παν’ και ’κα», στην οποία εκτελούνται μόνο τα βήματα δεξιά-αριστερά (το βασικό δηλαδή κινητικό μοτίβο).
Ο χορός εδώ είναι στατικός, ενώ οι χορευτές, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, σταυρώνουν τα χέρια τους με τους διπλανούς τους και πιάνονται με τους παραδιπλανούς τους πίσω από την πλάτη των διπλανών τους. Στην ίδια περιοχή (της Τραπεζούντας) συναντάμε και την ονομασία «τ’απάν και ’κα» για τη συνηθισμένη μορφή του χορού.
Μοναδική είναι η περίπτωση του χορού ατσαπάτ. Η ονομασία του χορού προέρχεται από την περιοχή που χορευόταν, το Akçaabat στην περιφέρεια της Τραπεζούντας. Τα Πλάτανα είναι το πιο γνωστό από τα χωριά της εν λόγω περιοχής.
Ο χορός έχει ως βάση τα βήματα και τη χορογραφία του τίκ’, η μοναδική όμως μελωδία που τον συνοδεύει έχει ρυθμό 7/8. Αυτό που κάνει ιδιαίτερο το χορό είναι η φιγούρα των χορευτών στο γύρισμα της μελωδίας όπου δεν υπάρχει τραγούδι. Η φιγούρα εκτελείται από τους χορευτές με λυγισμένα τα γόνατα και ελαφρά κάμψη του κορμού, συνήθως σε τρεις επαναλήψεις. Ο αριθμός των βημάτων της φιγούρας είναι ίδιος με αυτόν του βασικού μοτίβου του χορού.
Οι χορευτές είναι μόνο άντρες, σε κλειστό κύκλο, πιασμένοι από τις παλάμες με τα χέρια ψηλά σε έκταση, και όταν εκτελείται η φιγούρα, τα χέρια κατεβαίνουν και σε κάποια σημεία κινούνται μπρος πίσω. Ανάλογο χορό βρίσκουμε και σε άλλα μέρη της Τραπεζούντας (όπως τα χωριά της Ματσούκας) με διαφοροποίηση όμως της χορογραφίας και των βημάτων τους από αυτά της φιγούρας του ατσαπάτ.
Ό,τι περιγράφηκε παραπάνω σχετικά με την ποικιλία του χορού ισχύει και για τη «γρήγορη» μορφή του. Γρήγορη σημαίνει ότι τα βήματα του χορού εκτελούνται με μικρές, κοφτές, σβέλτες κινήσεις. Στην πλέον διαδεδομένη του μορφή, το στιλ του χορού απαιτεί το τράνταγμα (τρόμαγμα) του κορμιού, τα χέρια στην έκταση, ψηλά από το κεφάλι ή χαμηλά να κινούνται έντονα μπρος πίσω. Στις περισσότερες από τις μελωδίες αυτής της μορφής δεν υπάρχει τραγούδι.
Το όνομα του χορού στον κεντρικό και ανατολικό Πόντο και στο Καρς είναι «τίκ’ τρομαχτόν», στη Νικόπολη «τιτιρεμέ» (τιτιρεμέ = τρομαχτά), στο Ακ Νταγ Ματέν, στο Τσόρουμ, σε άλλες περιοχές του Δυτικού Πόντου αλλά και σε χωριά του Καρς και του Όφη «λάζικον» ή «τη λαζίας».
Η χορογραφία παραμένει η ίδια με αυτήν που περιγράφηκε για το πιο αργό τίκ’. Το βασικό κινητικό μοτίβο αλλάζει και αντικαθίσταται από τρία μικρά κοφτά βηματάκια (στην περιοχή της Τόνγιας και σε άλλα χωριά της Τραπεζούντας) ή και από ένα κοφτό βηματάκι που ακολουθείται από τράνταγμα (τρόμαγμα) του σώματος (στις περισσότερες από τις περιοχές του Πόντου).
Ο ρυθμός των μελωδιών είναι εφτάσημος (7/8, 2+2+3), ενώ στην περιοχή της Τόνγιας είναι δίσημος. Δίσημος είναι και ο ρυθμός του χορού κούσερα (από τα χωριά της Ματσούκας) με αριθμό βημάτων και χορογραφία όπως αυτά του (μονού) τίκ’ της περιοχής και στιλ όπως αυτό του γρήγορου τίκ’ της Τόνγιας.
Το τσουρτούγουζους είναι μια ιδιαίτερη μορφή του χορού στην περιοχή του Κιουμούς Ματέν. Τα βήματά του είναι ανάλογα αυτών του τίκ’ της Τόνγιας, χορεύεται πάντα σε κλειστό κύκλο σαν συνέχεια του χορού τερς. Υπάρχει έντονη κίνηση των χεριών μπρος-πίσω, και όταν ο ρυθμός γίνεται γρηγορότερος, και άρα ο χορός ζωηρότερος, οι χορευτές χτυπούν και τα δύο τους πόδια δυνατά στο έδαφος στο πρώτο βήμα που γίνεται για να ανοίξει ο κύκλος προς την αρχική του περιφέρεια.
Στην αρχή του χορού, μετά το γύρισμα της μελωδίας από το τερς (που χορεύεται σε ανοιχτό κύκλο) σε τσουρτούγουζους, οι χορευτές εκτελούν τα βήματα μόνο αριστερά και δεξιά συγκλίνοντας οι τελευταίοι με τους πρώτους ώσπου να κλείσουν τον κύκλο. Τα αρχικά αυτά βήματα συνεχίζονται μέχρι οι χορευτές να συντονιστούν, ο ρυθμός ως αυτό το σημείο είναι πιο αργός για να βοηθήσει τους χορευτές να συντονιστούν και να κλείσουν τον κύκλο, και γίνεται πιο γρήγορος όταν αρχίσουν να εκτελούνται όλα τα βήματα του χορού.
Σε χωριά του Ακ Νταγ Ματέν βρίσκουμε παραλλαγή του χορού «τη λαζίας» (το γρήγορο τίκ’ της περιοχής), στην οποία οι άντρες χορευτές σχηματίζουν κλειστό κύκλο χωρίς να είναι πιασμένοι, έχουν το δεξί χέρι ψηλά και το αριστερό στη μέση και εκτελούν το βασικό μοτίβο του χορού προς το κέντρο και αντίστροφα του κύκλου.
Στις περισσότερες από τις περιοχές που συναντάμε το χορό υπήρχαν παραλλαγές του κατά τις οποίες οι χορευτές έκαναν «τσακώματα», δηλαδή φιγούρες.
Τις παραλλαγές αυτές τις χόρευαν μόνο άντρες σε κλειστό κύκλο. Ο αρχηγός της ομάδας έδινε τα παραγγέλματα για τη φιγούρα που θα ακολουθούσε.
Σε περίπτωση που οι χορευτές έκαναν περισσότερες από μία φιγούρες, καθεμιά τους είχε και διαφορετικό παράγγελμα. Γνωστά τέτοια παραγγέλματα είναι και τα «άλαχα», «πουσλού χόλμασι», «τρία!» κ.ά.
Ιδιαίτερα αγαπητός ήταν ο χορός στην περιφέρεια της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης, και ειδικότερα στην περιοχή του Σέρρα ποταμού από όπου πήρε και το όνομά του. «Σέρρα» είναι και η ονομασία που επικράτησε στην Ελλάδα όχι μόνο για την παραλλαγή της εν λόγω περιοχής αλλά και για τις παραλλαγές από κάθε άλλη περιοχή του Πόντου.
Η παρεξήγηση αυτή οδήγησε πολλά χορευτικά συγκροτήματα να παρουσιάζουν φιγούρες άλλων περιοχών κάτω από το όνομα «σέρρα» αλλά και με τη μελωδία του εν λόγω χορού. Στην πραγματικότητα οι παραλλαγές και οι ανάλογές τους ονομασίες και μελωδίες είναι αρκετές ανά τον Πόντο· στο Καρς είχαν δύο μελωδίες για το χορό, μία για το «τρομαχτόν τίκ’» και μία για το «δελή χορόν», στο Ακ Νταγ Ματέν χρησιμοποιούσαν τη μελωδία από το χορό «τη λαζίας», στη Νικόπολη από το «τιτιρεμέ», στο Τσόρουμ από το «σιγκ σιγκ».
Δεκάδες είναι οι μελωδίες του τίκ’ σε ολόκληρο τον Πόντο και ακόμη περισσότερα τα τραγούδια που τις συνοδεύουν, κυρίως στο πιο αργό τίκ’ των 9/8.
Ο γνώστης της ποντιακής μουσικής εύκολα μπορεί να ξεχωρίσει από πού προέρχεται η κάθε μελωδία και επομένως να χορέψει την ανάλογη παραλλαγή του χορού.
Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει με την πλειονότητα των χορευτών που διασκεδάζουν με τους ήχους της ποντιακής μουσικής, με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση της πιο συνηθισμένης μορφής του χορού και την εξαφάνιση με τον καιρό των υπόλοιπων μορφών και μάλιστα των λιγότερο γνωστών (όπως το «βαρύν τίκ’» του Ακ Νταγ Ματέν, το «μονόν τίκ’» της Πάφρας κτλ.).
Παραλλαγή του χορού τίκ’ από τα Πλάτανα (Ακτσιαπάτ) της Τραπεζούντας, με συγκεκριμένη μελωδία και εκτέλεση της ίδιας πάντα φιγούρας κατά τη διάρκεια του χορού είναι το ατσιαπάτ. Παραλλαγή του τίκ’ είναι και το τίκι, ζωηρός χορός από τη Νικόπολη. Με μικρότερο αριθμό βημάτων χορεύεται τίκ’ μονόν, σε διάφορες περιοχές του Πόντου όπως η Πάφρα, το Ακ Νταγ Ματέν κ.α.