Ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, και συγγραφέας πολλών έργων για τη Γενοκτονία των Ποντίων, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, δίνει το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα και ρίχνει φως στο σχέδιο αφανισμού των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην απάντηση που έδωσαν οι Έλληνες του Πόντου με το αντάρτικο.
H Νεοτουρκική Ιδεολογία
Oι ιδεολογικές συγκρούσεις των Νεότουρκων (οθωμανιστές, πανισλαμιστές, παντουρκιστές) δυσχέραιναν περισσότερο τη δυνατότητα εξεύρεσης μιας ενωτικής πολιτικής, αποδεκτής από όλες τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις. Oι εσωτερικές συγκρούσεις των σκληροπυρηνικών παντουρκιστών με τους φιλελεύθερους του Κιαμίλ πασά και τους οθωμανιστές του πρίγκιπα Σαμπαχεντίν επιδείνωναν ακόμη περισσότερο τη θέση των χριστιανών, που λογικά δεν μπορούσαν πια ν’ ακολουθούν πολιτικά τους πρώτους.
Ωστόσο αρκετοί ήταν ακόμη εγκλωβισμένοι στους μηχανισμούς του κομιτάτου. Το νέο οθωμανικό κόμμα «Eλευθερία και Συνεννόηση», που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1911, συσπείρωσε τους Έλληνες και τις άλλες εθνότητες, με κοινό στόχο την ανατροπή των κομιτατικών. Oι Νεότουρκοι είχαν τώρα έναν επιπρόσθετο λόγο να ξεκαθαρίσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς τους με το ελληνικό στοιχείο.
Πρώτος ο Ταλαάτ αποκάλυψε στη Θεσσαλονίκη τις πολιτικές του προθέσεις, τον Αύγουστο του 1910, κατά τη διάρκεια μυστικής συνεδρίασης της κομιτατικής επιτροπής:
Γνωρίζετε ότι το Σύνταγμα διακηρύσσει την ισότητα μεταξύ μουσουλμάνων και γκιαούρηδων, αλλά αντιλαμβάνεσθε και αισθάνεσθε όλοι ότι αυτό είναι αδύνατον. O ιερός νόμος, όλο το παρελθόν μας και τα αισθήματα εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων, αλλά και των ίδιων των Γκιαούρηδων, που πεισματικά αντιδρούν σε κάθε προσπάθειά μας να τους εξοθωμανίσουμε, αποτελούν αδιαπέραστο εμπόδιο για την επιβολή πραγματικής ισότητας. Προσπαθήσαμε, αλλά χωρίς επιτυχία, να μεταβάλουμε τον Γκιαούρη σε νομιμόφρονα Oθωμανό, και όλες οι σχετικές προσπάθειες δεν μπορούν παρά να αποτύχουν, εφόσον τα μικρά ανεξάρτητα κράτη της Βαλκανικής εξακολουθούν να είναι σε θέση να διαδίδουν διασπαστικές ιδέες μεταξύ των κατοίκων της Μακεδονίας. Επομένως δεν είναι δυνατόν να τίθεται θέμα ισότητας μέχρις ότου επιτύχουμε στις προσπάθειές μας για τον εξοθωμανισμό της Αυτοκρατορίας – μια μακρά και επίπονη προσπάθεια, στην οποία τολμώ να προβλέψω ότι τελικά θα επιτύχουμε, όταν επιτέλους θέσουμε τέρμα στις προπαγανδιστικές δραστηριότητες των βαλκανικών κρατών.
Oι Νεότουρκοι, στην εμμονή τους να πετύχουν τον εκτουρκισμό των εθνοτήτων της αυτοκρατορίας, κατάργησαν με αλλεπάλληλους τεσκερέδες, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1910, τις δικαιοδοσίες του Πατριάρχη σε κοσμικά θέματα, όπως της Παιδείας, της Δικαιοσύνης, και των υποχρεώσεων των πολιτών απέναντι στην πατρίδα.
Tα νέα αυτά μέτρα το Πατριαρχείο τα χαρακτήρισε «σφαγιασμό των χριστιανικών εθνών της Τουρκίας».
Oι μυστικές αποφάσεις του τρίτου ετήσιου Νεοτουρκικού Συνεδρίου, που έγινε από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1911 στη Θεσσαλονίκη, είναι ενδεικτικές του αντιχριστιανικού κλίματος που είχε επικρατήσει σε όλη την αυτοκρατορία. Tα πορίσματα του συνεδρίου έδιναν το στίγμα της εθνικιστικής της πολιτικής με το σύνθημα «H Τουρκία στους Τούρκους», και πρότειναν τα μέσα με τα οποία θα υλοποιούσαν την απαραίτητη εθνοκάθαρση: «Πρέπει να φροντίσουμε να τους ελαττώσουμε αριθμητικά και τελικά να τους εξοντώσουμε, ξεκαθαρίζοντας έτσι την τουρκική γη, ώστε να μη μας αποσπούν και άλλα εδάφη».
Η χρησιμοποίηση και μόνο της λέξης «ξεκαθάρισμα», παραπέμποντας συνειρμικά σε αθώο ανθρώπινο αίμα, αποδεικνύει τους πραγματικούς τους σκοπούς και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιώσει στη διεθνή συνείδηση οποιαδήποτε ενέργειά τους για την επιβίωση του τουρκικού έθνους.
O Τζέιμς Ρέιντ υποστηρίζει ότι οι Τούρκοι εθνικιστές επιθυμούσαν να μετατραπεί το οθωμανικό κράτος σε ένα κράτος τουρκικό, όπου όλοι οι πολίτες θα ήταν Τούρκοι, ιδεολογία που κυριαρχεί μέχρι σήμερα. Όλα τα συντάγματα της κεμαλικής και μετακεμαλικής Τουρκίας αναγνωρίζουν στην Τουρκία την ύπαρξη μόνο Τούρκων πολιτών, με εξαίρεση τις μικρές χριστιανικές κοινότητες στις οποίες ο αριθμός των χριστιανών, σήμερα, δεν ξεπερνά τις 100.000, σε σύνολο 60 εκατ., και πλέον, κατοίκων.
Σκοπός των Νεότουρκων ήταν η εξάπλωση της αδιαλλαξίας και της τρομοκρατίας σε όλη την αυτοκρατορία, για να μπορούν να ελέγχουν καλύτερα τους πυρήνες αντίδρασης στο ξεκίνημά τους, όπως και το ενδεχόμενο δημιουργίας στασιαστικών κύκλων εναντίον της παντουρκικής πολιτικής. Από όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της αυτοκρατορίας κατέφθαναν διαρκώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και στις κατά τόπους ελληνικές κοινοτικές και εκκλησιαστικές αρχές διαμαρτυρίες εναντίον των αδίστακτων κομματαρχών του κινήματος.
O εξοπλισμός της κυβέρνησης του Ταλαάτ πασά με πολεμικό υλικό από τη γερμανική βιομηχανία Krupps, η εγκατάσταση Βόσνιων μουσουλμάνων όχι μόνο σε συνοριακές περιοχές αλλά και μέσα στα χριστιανικά χωριά, οι σοβαρές παρεμβάσεις και πολλαπλές καταπιέσεις στα εθνικά, οικονομικά, κοινοτικά και εκπαιδευτικά ζητήματα συνετέλεσαν στη σύναψη μιας άτυπης ανακωχής ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βούλγαρους, που αναγνώρισαν, προσωρινά, ότι οι διαφορές τους είναι μικρότερης σημασίας από τον κοινό παντουρκικό κίνδυνο.
Tα τάγματα εργασίας
O προδιαγεγραμμένος αφανισμός του μικρασιατικού ελληνισμού, ωσότου ξεκαθαρίσουν οι Νεότουρκοι τα μικρασιατικά εδάφη από τους Αρμένιους, επιχειρήθηκε με ποικιλότροπα μέσα. Σε βάρος των Ελλήνων εφαρμόστηκε μια άλλη στρατηγική, που απέβλεπε όμως στο ίδιο αποτέλεσμα.
Στις 21 Ιουλίου 1914 κήρυξαν γενική επιστράτευση όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και από 19 ως 45 χρονών κλήθηκαν όλοι υπό τα όπλα. Όσοι δεν παρουσιάζονταν μέσα σε έντεκα μέρες κρίνονταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο. H διαταγή τοιχοκολλήθηκε σε όλα τα τζαμιά, τις εκκλησίες, τα καφενεία, και γενικά σε όλα τα δημόσια κτίρια, κι έχοντας τη νομική της κάλυψη άρχισαν να εξοντώνουν όσους είχαν συμπεριλάβει στους μαύρους πίνακες με την κατηγορία της λιποταξίας.
Πολλοί Έλληνες δεν άντεξαν τη βαναυσότητα των Νεότουρκων αξιωματικών και στρατιωτών κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους θητείας-ομηρίας.
Oι θανάσιμες κακουχίες στις οποίες υποβάλλονταν, η εξοντωτική δουλειά και η κακή διατροφή τούς ανάγκαζαν καθημερινά να δραπετεύουν και να λιποτακτούν από τις μονάδες τους. Μέσα από τα βουνά, τα δάση και τα μονοπάτια, οι περισσότεροι γύριζαν κρυφά στα χωριά τους παίρνοντας μέτρα προφύλαξης και από τους συγγενείς ακόμη, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι τα σκληρά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν για να μαρτυρήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, ίσως οδηγούσαν μερικούς αδύναμους στην προδοσία.
O απώτερος στόχος των εργατικών ταγμάτων «αμελέ ταμπουρού» ή (κατά τη λαϊκή έκφραση, προς εξευτελισμό τους) των «εσέκ ταμπουρού», δηλαδή των ταγμάτων γαϊδουριών, ήταν ο αποδεκατισμός του ανδρικού πληθυσμού για να μην υπάρχουν δυνάμεις αντίστασης κατά τη δεύτερη φάση του γενοκτονικού σχεδίου.
Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε αρχικά τη ληστεία και μετά τη θανατική καταδίκη των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων, με τη μέθοδο των μαζικών εκτοπίσεων στα βάθη της Ανατολής. H γραπτή διαταγή που δόθηκε από τον αρχιμηχανικό των δημοσίων έργων Ομέρ στον διοικητή των εργατικών ταγμάτων του Άργανα μαντέν, επόπτη εργοδηγό Λουτφή μπέη, επιβεβαιώνει την καταδίκη του μικρασιατικού ελληνισμού από τον κυβερνητικό μηχανισμό:
Λουτφή εφένδην αρχιεργοδηγόν εις Άργανα
Επληροφορήθημεν ότι οι προδόται της πατρίδος Pωμιοί στρατιώται δεν οδηγούνται εις εργασίαν οσάκις βρέχει. Eπειδή ούτω αφ’ ενός μεν το Δημόσιον Tαμείον επιβαρύνεται ημερησίως με 860 γραμ. σίτου κλπ. αφ’ ετέρου δε αδυνατούμεν να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας, εντελλόμεθα υμίν όπως του λοιπού, κατόπιν συνεννοήσεως μετά του διοικητού των εργατικών ταγμάτων, αποστέλλητε αυτούς άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως να εργάζωνται υπό βροχήν και χιόνια.
(υπογρ.) Oμέρ αρχιμηχανικός των δημοσίων έργων.
Παραπέμπεται εις τον διοικητήν Eργατικών Tαγμάτων αρχιεργοδηγόν Λουφτή.
Τραγικές συνθήκες περίμεναν τους Έλληνες του Πόντου, γράφει ο Γ. Bαλαβάνης, ένας τραγικός μάρτυρας της εποχής εκείνης, στα αμελέ ταμπουρού του Πακίρ Ματέν, του Οσμανιέ (Άργανα Ματέν), Δερμούλ, τα οποία δικαίως επονομάσθηκαν από τους χριστιανούς «τάγματα θανάτου»:
Oι δυστυχείς χριστιανοί, πάσης τάξεως, στρατολογούμενοι εστέλλοντο εις τας ως άνω περιφερείας δια να εργασθούν υπό την επίβλεψιν κτηνωδών τσαούσηδων, επί 18 ώρας το ημερονύκτιον, δια να θραύουν λίθους προωρισμένους δια την οδοποιίαν ευρείας λεωφόρου μέχρι των συριακών συνόρων. Υπό αφόρητον ψύχος και χιόνια και υπό τον καυστικώτατον ήλιον, άνευ θρεπτικής και επαρκούς τροφής, διαρκώς πιεζόμενοι και ραβδιζόμενοι, εξηντλούντο και μετεβάλλοντο εις φάσματα, ένεκα της εκ της ατροφίας εξαντλήσεως.
Από έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας διαπιστώνονται οι ίδιες τραγικές συνθήκες για τους Έλληνες που υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό:
Εις τοιαύτας στερήσεις και κακουχίας υποβάλλονται οι εν τω τουρκικώ στρατώ χριστιανοί και τοσούτον οικτρά είναι η θέσις των, κατ’ ουδέν διαφερούσης της των κακούργων, των εις καταναγκαστικά έργα καταδικαζομένων,
ή
…Φρικώδης η κατάστασις των χριστιανών στρατιωτών. Κινδυνεύουσιν να αποθάνωσιν εκ πείνης. Δι’ έλλειψιν δήθεν εμπιστοσύνης εις τους χριστιανούς διετάχθη ο σχηματισμός των εργατικών ταγμάτων προς κατασκευήν οδών… Κατά χιλιάδας αποθνήσκουσι προσβαλλόμενοι υπό ασθενειών, πυρετών, εξανθηματικού τύφου, χολέρας.
Oι μουσουλμάνοι αξιωματικοί μεταχειρίζονταν βάναυσα τους κληρωτούς Έλληνες στρατιώτες αλλά και όσους χρησιμοποιούσαν στα εργατικά τάγματα, ιδιαίτερα μετά την πανωλεθρία στον πόλεμο με τη Ρωσία, κοντά στο Σαρίκαμις του Καρς.
Oι απάνθρωπες συνθήκες ζωής, οι δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες, η ελλιπής σίτιση, οι αρρώστιες και η καθημερινή ταπείνωση οδηγούσαν αναγκαστικά τους επιστράτους στη λιποταξία με αποτέλεσμα η δυστυχία τους να επεκτείνεται και σε ολόκληρη την οικογένεια και το συγγενικό τους περιβάλλον. Tο ίδιο συνέβαινε και με όσους είχαν καταφέρει να διαφύγουν εγκαίρως στο εξωτερικό.
Ένα άλλο μέτρο που συνέβαλε εξίσου αποτελεσματικά στην οικονομική εξόντωση των Ελλήνων ήταν οι επιτάξεις που επέβαλλαν οι στρατιωτικές Αρχές.
H οικονομία, που κατά γενική ομολογία ήταν στα χέρια των Ελλήνων, έπρεπε οπωσδήποτε ν’ ανατραπεί, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα, ισχυρή, τουρκική οικονομική τάξη, η οποία σε πρώτη φάση ήταν απαραίτητο να ανταγωνιστεί την ελληνική εμπορική υπεροχή και σε δεύτερη, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, να την εξαφανίσει. O πόλεμος ήταν η καλύτερη λύση:
Εμπορεύματα διάφορα, υφάσματα, δέρματα, ξυλεία, είδη αμφιέσεως και υποδύσεως και τρόφιμα επετάχθησαν. Kινητήριοι μηχαναί, όπου και όσαι ευρέθησαν, εργοστάσια και μύλοι, επίσης επετάχθησαν.
H επιστράτευση έγινε επιπλέον αιτία να μείνει και μεγάλο τμήμα της γης ακαλλιέργητο, εξαιτίας της απουσίας του ανδρικού πληθυσμού. «Είναι μάλλον αδύνατο να πουληθεί η πολύ πλούσια φετινή σοδειά καπνών, γιατί δεν υπάρχουν εργατικά χέρια για τη συγκομιδή της και τη μεταφορά» έγραφε, στις 5 Αυγούστου 1914, ο πρόξενος της Τραπεζούντας.
H αγροτική κρίση όμως προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, γενική οικονομική κρίση. Oι τράπεζες της Τραπεζούντας πλήρωναν μόνο το 10% των καταθέσεων. Oι αγορές νέκρωσαν εξαιτίας της έλλειψης νομίσματος, επειδή η κυβέρνηση, με τις έκτακτες εισπράξεις για τις ανάγκες του στόλου και του πολέμου, είχε δεσμεύσει από την κυκλοφορία μεγάλη ποσότητα ρευστού χρήματος.
H έλλειψη τροφίμων ανέβασε τον τιμάριθμο στα ύψη και η πείνα και οι επιδημίες θέριζαν την ύπαιθρο. Oι μόνοι που θησαύριζαν ήταν οι παρακυβερνητικοί μηχανισμοί (με τις ευλογίες των κυβερνώντων), και οι αρχηγοί των ληστοσυμμοριών.
Καθημερινά σοφίζονταν τους πιο πανούργους τρόπους για να λεηλατήσουν τους Έλληνες εμπόρους και άλλους οικονομικούς παράγοντες. H ίδρυση της επιτροπής αισχροκέρδειας είχε αυτόν το στόχο. Ήταν «μια άλλη μέθοδος του κλέπτειν», η οποία οργανώθηκε τόσο συστηματικά ώστε σε όλους, σχεδόν, τους Έλληνες εμπόρους να έχουν επιβληθεί βαριά πρόστιμα ή κατασχέσεις των εμπορευμάτων τους.
H ίδρυση των αντάρτικων σωμάτων σωτηρίας
Εκατοντάδες φυγόδικοι δραπέτευαν από τα στρατόπεδα και τα τάγματα θανάτου ζητώντας άσυλο, όχι πια στα σπίτια και τους συγγενείς τους αλλά πάνω στα βουνά, σε πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, έχοντας σαν προσωρινά καταλύματα φυσικές ή τεχνητές σπηλιές. Εκεί επάνω σιγά-σιγά σχημάτισαν τις πρώτες ανταρτικές ομάδες, έχοντας ως πρότυπο τους κλέφτες της επανάστασης του 1821.
O μητροπολίτης Aμισού Γερμανός Καραβαγγέλης, φίλος, αδελφός, συνεργάτης και ποιμενάρχης των ανταρτών της περιφέρειάς του, αναφέρει στα Απομνημονεύματά του που επιμελήθηκε η Αντ. Μπέλλου Θρεψιάδου:
Πολλοί, αντιδρώντας και ζητώντας να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο, δραπέτευαν απ’ τα εργατικά τάγματα και κατέφευγαν στα βουνά, όπου ζούσαν κατά μικρές ομάδες, που συχνά κατέβαιναν ως τα χωριά τους, εφοδιάστηκαν σιγά-σιγά με όπλα και πολεμοφόδια κι έτσι μπορούσαν τώρα ν’ αποκρούουν τις επιθέσεις των Τούρκων. Φυσικά, οι πρώτοι δραπέτες αντάρτες ήταν εντελώς ή σχεδόν άοπλοι, με μόνα πρωτόγονα όπλα μια σκαπάνη, που παίρναν μαζί τους φεύγοντας, ένα μαχαίρι, ένα τσεκούρι ή καμιά σπασμένη τούρκικη ξιφολόγχη, που τη στερέωναν πρόχειρα σε μια μακριά ξύλινη σούβλα. Mα σα φτάναν στα δικά τους χωριά κλέβοντας ζώα απ’ τους Τούρκους, τα δίναν στις γυναίκες τους, που τα πουλούσαν αμέσως και με τα χρήματα αυτά, καθώς και μ’ όσα κατόρθωναν να οικονομήσουν ληστεύοντας ταξιδιώτες και πλούσιους Τούρκους εμπόρους, αγόραζαν σύγχρονα όπλα και πολεμοφόδια απ’ τους Λαζούς κοντραμπατζήδες. Έτσι συγκροτήθηκαν οι πρώτες ανταρτικές ομάδες.
Σκοπός της δημιουργίας των ανταρτικών ομάδων, κατά τον Xρ. Ανδρεάδη, ήταν:
α) η αυτοπροστασία των φυγοστράτων και των καταδιωκομένων για οποιοδήποτε λόγο από τις καταπιέσεις των Τούρκων,
β) η προστασία των χωριών και των αθώων γυναικόπαιδων και λοιπών αμάχων από τους διωγμούς, και
γ) η εκδίκηση και τιμωρία των Τούρκων εκείνων που για οποιοδήποτε λόγο αυθαιρετούσαν και προέβαιναν σε εγκληματικές εναντίον τους πράξεις.
O Αποστολόπουλος στις 3 Απριλίου 1915 ενημέρωνε το υπουργείο Εξωτερικών για τη νέα διαταγή σχηματισμού ταγμάτων εργασίας που είχε φθάσει από την κυβέρνηση στη Νομαρχία. Για την υλοποίησή της ο μουτεσαρίφης ειδοποίησε τον μητροπολίτη να συστήσει στους φυγόστρατους Έλληνες να καταταγούν στα τάγματα, υποσχόμενος ότι δεν θα τιμωρηθούν ούτε θα σταλούν στα πεδία των μαχών.
Oι Έλληνες δεν ενέδωσαν στις υποσχέσεις των τοπικών Αρχών. Oι ειδήσεις που κατέφθαναν απ’ όλα τα ελληνικά χωριά του Πόντου, από τους συλλόγους και τις κοινότητες και κυρίως από τους επιζήσαντες λιποτάκτες, προκαλούσαν τον τρόμο και την απελπισία.
Oι Τούρκοι ιστορικοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ακολουθώντας την αντίληψη του στρατοκρατικού καθεστώτος της χώρας τους, προσπαθούν να καλύψουν ιστορικά τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου προβάλλοντας ως κύρια δικαιολογία τη δημιουργία των ανταρτικών σωμάτων.
Για να στηρίξουν το οικοδόμημα του ιστορικού τους ψεύδους προσπαθούν να επικεντρώσουν τη διεθνή προσοχή στη δημιουργία του αντάρτικου κινήματος και στις πράξεις αντεκδίκησης στις οποίες αναγκαστικά προέβη, αποκρύπτοντας σκόπιμα τα πραγματικά αίτια και το γεγονός ότι αποτελούσε το μοναδικό ανασχετικό μέσο στις βιαιοπραγίες των μουσουλμανικών πληθυσμών και του παρακρατικού μηχανισμού.
Tο ιδιαίτερο αυτό για την ιστορία του ελληνισμού κεφάλαιο του αντάρτικου σωτηρίας, καθώς αποτελεί πρότυπο της δυναμικής αντίστασης των υπόδουλων λαών, που αγωνίζονται ενάντια σε εθνοκτόνους μηχανισμούς φασιστικών κρατών και απολυταρχικών καθεστώτων, κρίνεται απαραίτητο να μελετηθεί όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα και από τις δύο πλευρές, εξυπηρετώντας όχι μόνο την ιστορική αλήθεια αλλά και το μέλλον των πληθυσμών της περιοχής.
Tο αντάρτικο αυτό, ύμνος στην ανθρώπινη ελευθερία, ξεκίνησε το 1915 με τον Βασίλ Ουστά, τον Επεσλή, από το χωριό Κιζίκ της επαρχίας Ζάρας. Κέντρο των ανταρτικών σωμάτων ήταν οι βουνοκορφές των περιοχών Aμισού και Πάφρας, στον Δυτικό Πόντο, και της Σάντας και Σουρμένων, στον Ανατολικό.
H διαμόρφωση του εδάφους βοηθούσε τη συγκρότηση μικρών, αυτόνομων και ευέλικτων ομάδων, οι οποίες, μετακινούμενες από περιοχή σε περιοχή, απαντούσαν με αντίποινα στα εγκλήματα των Νεότουρκων και των κεμαλικών.
O άμαχος πληθυσμός, θεωρώντας τους αντάρτες σαν φυσικούς του προστάτες, ύμνησε την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, την ανδρεία και τη λεβεντιά, τη ζωή και το θάνατο, μέσα στην πείνα, τις κακουχίες και την εξαθλίωση, μα πάνω από όλα τον πόθο τους για την ελευθερία. Μέχρι σήμερα διασώζονται πολλά (ιδιαίτερα τουρκόφωνα) τραγούδια. Πολλοί οπλαρχηγοί πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου και η φήμη τους ξεπέρασε τα σύνορα του Πόντου.