Ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Κώστας Ρωμαίος (1913-1992), σημαντικός μελετητής τους ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και του δημοτικού τραγουδιού ασχολήθηκε, εκτός των άλλων, με τα δημοτικά τραγούδια των Ποντίων.
Γεννήθηκε στη Μυρσίνη (παλαιά Πάνιτσα) Λακωνίας και πέθανε στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε με υποτροφία, το 1945-1947, στο πανεπιστήμιο Σεντ Άντριους του Εδιμβούργου, και το 1951 φοίτησε, πάλι με υποτροφία, στο πανεπιστήμιο Harvard της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ. Το 1937 διορίστηκε στην Ακαδημία Αθηνών, όπου εργάστηκε ως συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού και αργότερα ανέλαβε τη δημιουργία Λαογραφικού Αρχείου.
Μετά το πέρας των σπουδών του –και συγκεκριμένα από το 1957 έως το 1960– δίδαξε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά το μάθημα της Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, κατόπιν δίδαξε Λαογραφία στη Σχολική Ξεναγών του ΕΟΤ, και ανέλαβε το 1976 την έδρα της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1980 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας.
Το 1979 δημοσίευσε τη μελέτη που ακολουθεί («Τα ακριτικά τραγούδια του Πόντου») στο ετήσιο σύγγραμμα της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών Αρχείον Πόντου, και το 1985 εισηγήθηκε το θέμα «Ο θάνατος του Διγενή στις παραλλαγές των Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου» στο Α’ Παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο.
≈
Τα Ακριτικά τραγούδια του Πόντου έχουν ιδιαίτερη φυσιογνωμία και περιέχουν πολύτιμα στοιχεία, μικρά και μεγάλα, που δεν υπάρχουν –ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν σε όμοιαν έκταση και μορφή– στον αντίστοιχο Ακριτικό κύκλο των άλλων ελληνικών περιοχών. Τέτοιες ιδιορρυθμίες δεν είναι μόνον όσες αναφέρει ο Γ. Σουμελίδης στην εξαιρετικά χρήσιμη μελέτη του για τα Ακριτικά άσματα του Πόντου,1 δηλ. δεν είναι μόνον οι Έλληνες, οι Έλλενοι2 της Ποντιακής διαλέκτου και οι Τραντέλλενοι, ή η Κωνσταντινούπολη αντί το κοινοτάτου τύπου «η Πόλη», ή ονόματα ένδοξα της Βυζαντινής ιστορίας, όπως ο Ιωάννης Τσιμισκής –«ο Κιμισκής ο Γιάννες» του Ποντιακού άσματος– και ο Ρωμανός.3 Ούτε είναι μόνον οι περίφημοι Βάραγγοι,4 οι μισθοφόροι σωματοφύλακες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, που υπάρχουν σε Βυζαντινούς ιστορικούς και σε σημερινά Ποντιακά τραγούδια, δεν υπάρχουν όμως σε τραγούδια των άλλων ελληνικών τόπων. Δεν είναι επίσης μόνον ο περίφημος Βαρυτράχηλος των Ποντιακών παραλλαγών του Πορφύρη,5 που παραδίδεται στον Πόντο αντί του κοινοτέρου τύπου Τρεμαντάχειλος ή Πετροτράχηλος ή ό,τι παρόμοιο. Για τον Βαρυτράχηλο αυτόν έχει ιδιαίτερη προτίμηση ο ειδικός μελετητής του Ακριτικού Έπους και γνωστός Βυζαντινολόγος Henri Gregoire, ο οποίος δέχεται ότι κάτω από το όνομα του τραγουδιού «Βαρυτράχηλος» σώζεται ο γιος του επαναστάτου Φωκά (το 989 μ.Χ.) ονόματι Νικηφόρος, που επαναστάτησε κι αυτός το 1022 μ.Χ. και, όπως προκύπτει από ένα Αραβικό και δυο Αρμενικά χρονικά, ο Νικηφόρος αυτός θα είχε στα Ελληνικά το παρωνύμιο Στραβολαίμης. Το αμάρτυρο τούτο παρωνύμιο (αμάρτυρο σε ελληνικά κείμενα και ελληνικό γλωσσικό τύπο) ο Gregoire το ταυτίζει με το όνομα Βαρυτράχηλος, που μαζί με τα ονόματα Βάρνας και Νικηφόρος αναφέρεται σε Ποντιακές6 και μερικές άλλες παραλλαγές.
Επειδή ο λόγος αναφέρεται κυρίως σε ονόματα προσώπων, σπουδαίες ιδιορρυθμίες των ακριτικών ασμάτων του Πόντου αποτελούν επίσης και άλλα ονόματα, όπως π.χ. ο νεαρός Ακρίτης Βασίλης7 –ένα όνομα που το θεωρώ πολύ σημαντικό, επειδή διαπιστώνεται ότι από τα τρία ονόματα Βασίλειος Διγενής Ακρίτας το πρώτο δεν είναι μόνο λογίας αρχή αλλά συναντάται και σε δημοτικά τραγούδια του Πόντου–, και πάνω απ’ όλα ο περίφημος και ιδιότυπος Ξάντινος,8 η σημαντική αυτή προσωπικότητα που απαντάται αποκλειστικά στα Ποντιακά δημώδη άσματα. Σε Ποντιακά επίσης τραγούδια συνηθίζεται το ένδοξο όνομα της Ρωμανίας, ένα όνομα που επίσης δεν συνηθίζεται στα Ακριτικά των άλλων ελληνικών περιοχών, επαναλαμβάνεται όμως αρκετές φορές μέσα στο λόγιο Ακριτικό Έπος.
Δεν είναι μόνον η Ρωμανία και οι Βάραγγοι και ο νεαρός Βασίλης, που προβάλλουν ως ιδιορρυθμίες ονομάτων, υπάρχουσες ειδικά στα Ποντιακά δημοτικά τραγούδια. Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις, μάλιστα όχι μόνον ονομάτων αλλά και επεισοδίων και γενικώτερα θεμάτων τα οποία όλα ομού φαίνεται ότι, όσο αφορά μερικές τουλάχιστο φορές, τοποθετούν την ομάδα των Ακριτικών ασμάτων του Πόντου σε μιαν ιδιότυπη θέση, μεταξύ του λογίου Έπους και των άλλων ομάδων των Ακριτικών δημωδών ασμάτων όσα προέρχονται από άλλες περιοχές (Κύπρο, Δωδεκάνησα, Κρήτη, κυρίως Ελλάδα κλπ.). Το γεγονός αυτό είναι φυσικό και οδηγεί στην εύλογη υπόθεση μήπως υπάρχει ουσιαστικώτερη αμοιβαία επίδραση Ποντιακών δημωδών ασμάτων και λογίου Ακριτικού Έπους, και μήπως η σχέση αυτή χρονολογείται ευθύς εξ αρχής προερχόμενη από τυχόν οικειότητα του ποιητού του Έπους προς τη δημώδη ποίηση του ελληνικού Πόντου (π.χ. μπορεί να υφίστανται ανεξακρίβωτοι ακόμη λόγοι καταγωγής του ποιητού ή διαβίωσή του στον Πόντο ή ακόμη και σύνθεση του αρχικού Έπους κάπου εκεί κοντά). Βέβαια αργότερα μπορούσε η κατεύθυνση μιας τέτοιας επιδράσεως να γίνεται αμοιβαίως και προς τις δυο διευθύνσεις, και όχι μόνο με αρχική μονομερή επίδραση των τραγουδιών επί του εντέχνου ποιήματος. Ανάλογο συμβαίνει π.χ. και με τα ποιητικά έργα του Κρητικού Θεάτρου, όπου παλαιότερες δημώδεις μαντινάδες και στοιχεία λαϊκών μοιρολογιών και παροιμίες έχουν μπει μέσα στους έντεχνους στίχους των μεσαιωνικών αυτών ποιημάτων, όπως εξ άλλου στίχοι ή δίστιχα των εντέχνων αυτών έργων έγιναν αγαπητά στο λαό και, αφού απεσπάσθησαν από τα πολύστιχα ποιήματά τους, εξελίχθηκαν σε αυτοτελείς και ανώνυμες δημώδεις μαντινάδες, παροιμίες, κλπ.
Το ότι ο Πόντος σε παλαιότερους αιώνες πιθανώς έχει καταστεί κέντρο από όπου ίσως έχουν εκπορευθεί μερικά επιχώρια δημοτικά τραγούδια και παραδόσεις προς άλλες –μάλιστα αρκετά απομακρυσμένες– περιοχές, τούτο είναι υπόθεση, της οποίας δεν πρέπει ν’ αποκλείσωμε την αλήθεια. Σε σημερινά τραγούδια της Κύπρου, αναφερόμενα στο «Θάνατο του Διγενή», υπάρχει ο τύπος Έλενος αντί Έλληνας,9 υπάρχει δηλ. η προφορά του η ως ε, που είναι ιδιότητα του Ποντιακού γλωσσικού ιδιώματος, και επίσης η προφορά των δυο λλ ως ενός, περίπτωση ξένη προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κύπρου. Για τους διπλούς αυτούς λόγους ο καθηγητής Σίμος Μενάρδος10 έχει υποστηρίξει ότι ο γλωσσικός αυτός τύπος Έλενος αντί Έλληνας οφείλεται σε επίδραση Ποντιακή. Τη γνώμη αυτή του Μενάρδου την θεωρεί ως απολύτως ορθή ο Ν. Πολίτης.11 Είναι ορθό όμως να δεχτούμε ότι τέτοιοι σπάνιοι γλωσσικοί τύποι, που υπάρχουν μέσα σε Ποντιακά τραγούδια και ξαναβρίσκονται μέσα σε τραγούδια της Κύπρου, φυσικώτερο είναι να έχουν μεταφερθεί μόνοι τους, ανεξάρτητα από τα τραγούδια ή τις παραδόσεις, όπου κυρίως χρησιμοποιούνται.
Στο γνωστό παράδειγμα του Κυπριακού Ακριτικού τραγουδιού προσθέτω και ένα δεύτερο, προερχόμενο από τον κύκλο των «παραδόσεων». Σε μια Κρητική παράδοση, που την έχει δημοσιεύσει το 1883 ο Ι. Κονδυλάκης12 και την αναδημοσιεύει ο Ν. Πολίτης στις Παραδόσεις του (Α΄, σελ. 58, αρ. 107) αναφέρονται «Ελλενικά χωράφια» και πρόκειται εκεί για χωράφια που ανήκουν και δουλεύονται από μυθικούς Έλληνες, γίγαντες, άρα χωράφια εύφορα και παραγωγικά. Ο Ν. Πολίτης δεν σχολιάζει τον γλωσσικό τύπο Ελλενικά. Ας σημειωθεί ότι στην Κρήτη τα ερείπια της αρχαιοτάτης πόλεως Πραίσου οι κάτοικοι της Σητείας τα ονομάζουν Ελλενικά. Επίσης οι γυναίκες στο Λασήθι και στ’ Ανώγεια συνηθίζουν να φορούν ένα είδος ερυθρών φορεμάτων, που τα ονομάζουν Ελλενικά φουστάνια. Για τις μαρτυρίες αυτές βλέπε στο Δελτίον Ιστορ. Εθνολογικής Εταιρίας 1 (1883) σελ. 274. Και ο ειδικός αυτός και παράξενος τύπος Ελλενικά των Κρητικών παραδόσεων θα πρέπει να μην διαχωρίζεται από τον τύπο Έλενος των Κυπριακών δημωδών ασμάτων και, κατά συνέπεια, ίσως δεν πρέπει ν’ αποκλείεται κάποια ουσιαστικώτερη συσχέτισή του με τα Ελλενικά κάστρα, κοντάρια, παλληκάρια κλπ. των Ποντιακών τραγουδιών.
Οι σπουδαιότερες όμως ιδιορρυθμίες των Ακριτικών τραγουδιών του Πόντου δεν είναι τόσο αυτές που αναφέρονται σε ονόματα, όσο αυτές που αφορούν τα θέματα και γενικά το περιεχόμενο. Αξίζει τον κόπο και πρέπει να γίνει μια προσεκτική και λεπτομερειακή σύγκριση των Ακριτικών του Πόντου με τα Ακριτικά της λοιπής Ελλάδας, ώστε να έχουμε έναν υπεύθυνο και λεπτομερειακό κατάλογο των «θεμάτων», όσα θα εξακριβωθεί ότι υπάρχουν μόνο ή κυρίως στην Ποντιακή παράδοση.
Ένα από τα θέματα αυτά, που αποτελούν ιδιάζοντα γνωρίσματα της Ποντιακής Ακριτικής ποιήσεως, είναι π.χ. το θέμα όπου τα πουλλιά μιλούν προ του θανάτου του Διγενή.13 Τα πουλλιά αυτά, αντάξιοι διάδοχοι και γνήσιοι συνεχιστές του ρόλου των αρχαίων «οιωνών» –διότι αυτήν ουσιαστικά τη σημασία έχει μέσα στο δημοτικό τραγούδι η διά μέσου των φωνών των πουλλιών μαντική της άγνωστης και κρυφής αλήθειας, που με την αυτόκλητη παρέμβασή τους την αποκαλύπτουν τα πουλλιά–,14 προμαντεύουν τον επικείμενο θάνατο του ήρωα. Ένα δεύτερο θέμα της ίδιας κατηγορίας είναι το θέμα των κτιρίων (κάστρου κλπ.) και ιδίως των ωραιότατων κήπων που ετοιμάζει ο Διγενής μέσα στις Ποντιακές15 παραλλαγές. Τούτο είναι ένα θέμα που δεν το συνηθίζουν τα Ακριτικά τραγούδια των άλλων Ελληνικών περιοχών, κατέχει όμως κεντρική θέση μέσα στο λόγιο Ακριτικό Έπος,16 όπου με κάθε λεπτομέρεια περιγράφονται τα κτίρια που χτίζει ο Διγενής πλάϊ στον Ευφράτη και ο ωραίος παράδεισος που υπάρχει γύρω τους. Και το θέμα τούτο υπάγεται στην ομάδα των στοιχείων εκείνων –ονομάτων, θεμάτων κλπ.– που προωθούν τα Ποντιακά Ακριτικά τραγούδια σε θέση προς το λόγιο Έπος πλησιέστερη ή τα Ακριτικά τραγούδια των άλλων τόπων.
Όταν με τον καιρό θα πραγματοποιηθεί ο λεπτομερής κατάλογος θεμάτων των Ποντιακών τραγουδιών,17 δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα καταστή τότε ακόμη πιο φανερή η ιδιάζουσα σημασία της Ποντιακής δημώδους ποιήσεως και επίσης, με ανάλογη συγκριτική έρευνα, θα δειχθή ότι η συμβολή της για την ενίσχυση των γνώσεών μας γύρω από τον Ακριτικό κύκλο θα είναι πολύ ευρύτερη και σπουδαιότερη ή όσο συνήθως νομίζεται. Είναι αλήθεια, ότι ως αρχική πατρίδα των Ακριτικών τραγουδιών –και γενικά του Ακριτικού μύθου– με γενικό σεβασμό γίνεται παραδεκτή η Καππαδοκία, και ίσως ότι ως κύριο δικαιολογητικό φέρεται το γεγονός ότι εκεί ή εκεί γύρω έγιναν οι Ακριτικοί αγώνες. Βεβαίως και ο Όμηρος εγεννήθη και έζησε στα παράλια της Μ. Ασίας, κοντά στην Τροία. Τούτο όμως συνέβη αιώνες ολόκληρους αργότερα από τον Τρωικό πόλεμο, ενώ τα πρώτα περί Τροίας ιστορικά τραγούδια μπορούσε να αναπτυχθούν σε διάφορες περιοχές. Αν όσα λέγωνται στον Όμηρο τα θεωρήσωμε τουλάχιστο ως προβολή ομοίων εκδηλώσεων της τότε ζωής, τότε θα διαπιστώσωμε ότι αξιόλογη σύνθεση τραγουδιών –σχετικών με τις εκεί μάχες και με τα βάσανα–, δεν αναφέρεται ότι συνετέθη στο στρατόπεδο των πολεμιστών, ενώ από τ’ άλλο μέρος και συγχρόνως με τον πόλεμο, που γινόταν στο Ίλιο, τίποτε δεν εμπόδιζε τον αοιδό Δημόδοκο να έχη κάνει τραγούδι τα σύγχρονά του πολεμικά κατορθώματα, που με δάκρυα τα άκουσε ακόμη και ο ίδιος ο Οδυσσέας περαστικός από το νησί των Φαιάκων.18 Και όμως η σύνθεση των τραγουδιών αυτών συνετελέσθη σ’ εκείνη τη χώρα των Φαιάκων μέσα σε δέκα το πολύ χρόνια από την πάροδο των ιστορικών γεγονότων, και τούτο παρ’ όλο που οι Φαίακες δεν έλαβαν μέρος στον πόλεμο και παρ’ όλο που το νησί τους είναι το πιο απομακρυσμένο από τη Μ. Ασία, όπου τα γεγονότα εξελίχθηκαν.
Αποτέλεσμα των συλλογισμών αυτών είναι ότι, παράλληλα με την εν μέρει ορθή θεωρία της επιτόπιας –δηλ. όπου και οι πόλεμοι– εμπνεύσεως και παραγωγής των τραγουδιών, σχετική απόσταση των λαϊκών ραψωδών από τον τόπο των πολέμων δεν βλάπτει, αντίθετα μπορεί να ωφελήση, αρκεί να υπάρχουν και οι άλλες κατάλληλες συνθήκες. Η ηρωϊκή δημώδης ποίηση είναι η ηχώ, που με τον δικό της τρόπο επαναλαμβάνει τον ήχο των γεγονότων. Για να παραχθή όμως σε τελειότερο βαθμό η ηχώ αυτή, χρειάζεται να μεσολαβή μια σχετική απόσταση (τοπική,19 όχι χρονική, και ούτε πολύ μικρή, ούτε και δυσανάλογα μεγάλη), μεταξύ του τόπου όπου ο ήχος της μάχης και του τόπου όπου βρίσκεται η λύρα του λαϊκού ραψωδού, πρόθυμη να επαναλάβη τον ήχο, διασκευασμένον απ’ αυτήν σε ύμνον αντάξιο. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο από το ένα μέρος η Κύπρος με τα γειτονικά της Δωδεκάνησα και από το άλλο ο Πόντος βρίσκονται σε ίδια περίπου ακτίνα από το επίκεντρο των Ακριτικών πολέμων (Μεσοποταμία έως απάνω την Καππαδοκία) και κατά συνέπεια ήσαν οι πιο κατάλληλοι τόποι για να γίνουν οι δέκτες των θρυλικών διηγήσεων και, μετασχηματισμένην σε ποίηση και σε μουσική, να αντιφωνάξουν την «ηχώ» των γεγονότων, αρκεί μόνο να υπήρχαν οι κατάλληλοι λαϊκοί ραψωδοί.
Ως προς το τελευταίο, και στα δύο αυτά τοπικά σημεία υπάρχει παλαιότερη σε παράδοση και χρήση η λύρα (Κυπριακή και Ποντιακή). Το όργανο αυτό, με τον μονότονο και επίμονο σκοπό του, αποβαίνει το πιο κατάλληλο για να υποκρούεται και γενικά για να συνοδεύη απρόσκοπτα το επικό ποίημα και να το διευκολύνη σε μάκρος και τώρα, όπως και τον καιρό του Ομήρου και των Ομηριδών. Βέβαια δε λησμονεί κανείς ότι παρά το ίδιο όνομα υπάρχει διαφορά σχήματος και είδους αρχαίας και σημερινής λύρας, ο ρόλος τους όμως είναι παρόμοιος, και αυτό μας ενδιαφέρει. Στην Κύπρο η σημερινή σχολή των Ποιητάρηδων, με την ακμή και τη ζωτικότητα που την χαρακτηρίζει, φανερώνει ότι οι ρίζες της είναι πολύ παλιές χρονικά και πολύ εύρωστες ποιοτικά. Ως προς τον Πόντο πάλι, και μόνο η τεράστια σημασία που έχει στην καθημερινή ζωή των Ποντίων ιδίως η λύρα τους –συσχετισμένη μάλιστα με τον ιδιότυπο χαρακτήρα που έχει η Ακριτική ποίηση του Πόντου–, είναι ένδειξη ότι δεν θα έλειψαν εκεί επί αιώνες οι ένθεοι λαϊκοί ραψωδοί που πολύ θα συνέβαλαν στην ανάπτυξη και την ευλαβική διατήρηση των τραγουδιών. Εκτός όμως από αυτά η σύντομη, πολύ αξιόλογη όμως, εργασία του φίλου συναδέλφου Γ. Σπυριδάκη20 για τους «παιγνιώτες» στον Πόντο κατά το έτος 1336 μ.Χ. πιστοποιεί ότι ωργανωμένη σχετικά υπήρχε εκεί ολόκληρη τάξη λαϊκών ποιητών και μουσικών, οι οποίοι ήσαν οι πιο κατάλληλοι για ν’ αναπτύσσουν και να διατηρούν μιαν αυτοτελή τοπική παράδοση ηρωϊκής δημώδους ποιήσεως.
Μερικές λοιπόν από τις πολλές και επίμονες ελπίδες, που επί δεκαετηρίδες οι επιστήμονες έχουν στηρίξει ειδικά στην παράδοση της Καππαδοκίας, σωστό είναι να μετατοπισθούν προς την Ποντιακή παράδοση, η οποία εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων της μας παρέχει τραγούδια γνήσια, μερικά μάλιστα διαπνεόμενα από ιδιόρρυθμη πρωτοτυπία, τόσο στο γλωσσικό ύφος όσο –και τούτο ιδίως ενδιαφέρει την επιστήμη της λαογραφίας– και στα περιεχόμενα, στα επεισόδια και στη σύνθεσή τους. Αντιθέτως η Καππαδοκία και η άλλη Μ. Ασία δεν μας έχουν δώσει Ακριτικά τραγούδια, εξίσου σημαντικά προς τα Ποντιακά. Της Καππαδοκίας τα σωζόμενα τραγούδια, Ακριτικά και άλλα, έχουν σχετικώς πάθει σημαντικές και πολύ επιζήμιες φθορές. Επίσης αρκετά τραγούδια είναι σε γλωσσικό ιδίωμα ξένο, άρα πρόκειται για τραγούδια φερτά από άλλους τόπους και όχι ντόπια. Εκείνο όμως που προξενεί αληθινήν έκπληξη είναι η σχεδόν ολοκληρωτική στην Καππαδοκία έλλειψη Ακριτικών παραδόσεων, οι οποίες να μιλούνε για τα θρυλικά κατορθώματα του Διγενή και των άλλων Αντρειωμένων. Λείπουν σχεδόν εντελώς οι Έλλενοι του Πόντου, και ούτε υπάρχουν αξιόλογες Καππαδοκικές παραλλαγές για τον Ξάντινον και τον «Αιχμάλωτον» και τους Γιούς του Ανδρονίκου κλπ. Αλλά και όταν υπάρχουν τέτοιες, η ξένη πάνω τους επίδραση, ιδιαίτερα η Ποντιακή, προβάλλει αρκετά πιθανή.
Συμπέρασμα όλων των προηγουμένων προκύπτει ότι στο μέλλον επιβάλλεται να δίνωμε στα Ακριτικά του Πόντου, τόσο στα τραγούδια όσο και στις παραδόσεις, προσοχή πολύ περισσότερη από όση διατίθεται για οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Μ. Ασίας. Η προσοχή μας στρέφεται σε κάθε ιδιορρυθμία που απαντά στον Πόντο και που δεν συνηθίζεται αλλού, είτε πρόκειται για διαφορά σε ονόματα προσώπων και συμβάντων, είτε για διαφορά σε μοτίβα. Οι λόγοι που συνέτειναν για να διατηρηθούν τόσα αρχαιοπινή στοιχεία στη γλωσσική παράδοση του Πόντου, οι ίδιοι φυσικό να ισχύουν και για τη διατήρηση παρόμοιων αρχαιοπινών στοιχείων και στη λαογραφική παράδοση της ίδιας περιοχής.
Μια από τις όχι λίγες θεματικές αυτές ιδιορρυθμίες των Ακριτικών του Πόντου, μάλιστα μια από τις πιο περίεργες και πολύτιμες, είναι αυτή που συνδέει το Ακριτικό Ποντιακό τραγούδι με τον αρχαίον ελληνικό μύθο για την Άλκηστη. Ο Γ. Σουμελίδης μέσα στην ίδια μελέτη του, για την οποία έγινε πιο πάνω λόγος, έχει συμπεριλάβει δυο παραλλαγές του σχετικού τραγουδιού,21 χωρίς όμως να κάνη οιαδήποτε μνεία σχέσεως του σημερινού τραγουδιού με τον αρχαίο μύθο. Πριν από τον Γ. Σουμελίδη τις σχετικές παραλλαγές τις έχει συγκεντρώσει και δημοσιεύσει ο Ν. Πολίτης στης εξαίρετη μελέτη του για το Θάνατο του Διγενή.22
Υπόθεση των τραγουδιών αυτών είναι η εξής: Ο Ακρίτας ή σ’ άλλες παραλλαγές ο Γιάννες ο Μονόγιαννες πρόκειται να πεθάνη, μεσολαβεί όμως ο προστάτης των Ακριτών Αϊ-Γιώργης, πηγαίνει και παρακαλεί θερμά τον Θεό και κατορθώνει να πετύχη ματαίωση του θανάτου, αρκεί κάποιος άλλος δικός του, πατέρας, μητέρα, σύζυγος, να δεχθή να του παραχωρήση οικειοθελώς τα μισά από τα όσα χρόνια τού υπολείπονται να ζήση ακόμη. Ο Ακρίτας ζητάει τα μισά χρόνια από τον πατέρα του, εκείνος όμως αρνείται, τα ζητάει έπειτα από τη μητέρα η οποία επίσης αρνείται, τέλος τα ζητάει από την καλή του και τότε εκείνη αμέσως και με εκπληκτική προθυμία δίνει όχι μόνο τα μισά αλλά, σε μερικές παραλλαγές, κι’ ολόκληρα τα χρόνια που της απομένουν.
Η υπόθεση εξ άλλου του αρχαίου μύθου έχει ως εξής: Ο Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνος, θνητός όμως ο ίδιος, προχωρεί στο έπακρο σημείο τόλμης και αρχαίας «υβρέως», διότι δεν θεραπεύει μόνον αρρώστους αλλ’ αρχίζει ν’ ανασταίνη και νεκρούς, παρεμβαίνοντας έτσι σε έργα θεών και όχι μόνο ανθρώπων. Ωργισμένος ο Ζευς κατακεραυνώνει τον υβριστή. Πατέρας του ο Απόλλων, μην μπορώντας όμως να εκδικηθή τον Δία, που έρριξε τον κεραυνό, νομίζει ότι παίρνει έμμεση εκδίκηση για το φόνο του γιου του φονεύοντας τους Κύκλωπες, που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό. Ο Ζευς τιμωρεί για τούτο τον Απόλλωνα με το να τον υποχρεώση σε ενός έτους καταναγκαστικά έργα, με τα οποία θα εξαγνισθή για τον άδικο φόνο. Ως άγνωστος δούλος οφείλει τώρα ο θεός να υπηρετήση τον Άδμητο, βασιλιά στις Θεσσαλικές Φέρες, φυλάγοντας τα κοπάδια του. Ευχαριστημένος ο Απόλλων από τη συμπεριφορά του προσωρινού του κυρίου και μαθαίνοντας από τις Μοίρες ότι ο Άδμητος πρόκειται πολύ γρήγορα να πεθάνη, τις μέθυσε με γλυκό κρασί και τις κατάφερε να δεχθούν στη θέση του Άδμητου οποιονδήποτε δικόν του, που θα δεχόταν να πεθάνη αντί εκείνου. Αφού επληροφορήθη τούτο ο Άδμητος και μόλις έφτασε ο καιρός για να συμβή το μοιραίο, πηγαίνει να βρη τον αντικαταστάτη. Με τη σειρά τότε παρακαλεί πατέρα, μητέρα, γυναίκα. Οι δυο πρώτοι αρνούνται,23 η σύζυγος όμως η Άλκηστη δέχεται με προθυμία και οδηγείται στον τάφο. Ακριβώς τότε περνούσε κατά τύχη από εκεί ο Ηρακλής, πηγαίνοντας να πάρη τις φοράδες του Διομήδη. Ο Άδμητος τον φιλοξενεί, κρύβοντας την πραγματική αλήθεια του πένθους. Ο Ηρακλής όμως μαθαίνει τα γεγονότα και πηγαίνοντας στον τάφο της Άλκηστης στήνει καρτέρι στον πανίσχυρο Θάνατο, που από ώρα σε ώρα θα ερχόταν για να πάρη την ψυχή της ηρωΐδας. Ηρακλής και Θάνατος παλεύουν με πείσμα, και το αποτέλεσμα να νικήση ο Ηρακλής και να κερδίση τη ζωή της Άλκηστης.24
Η καλύτερη σωζομένη αρχαία διήγηση προέρχεται από τον Ευριπίδη, στο ομώνυμο έργο του Άλκηστις που εδιδάχθη το 438 π.Χ. Εκεί ο θεωρούμενος ως μισογύνης τραγικός με θαυμαστή δεξιοτεχνία δημιουργεί τον τύπο της αφωσιωμένης συζύγου, που φθάνει έως την εθελοντική θυσία της για να σώση τον άντρα της. Πριν από τον Ευριπίδη είχε πραγματευθή τον ίδιο μύθο ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος. Η αρχαιότερη μαρτυρία προέρχεται από τον Ησίοδο (Fragm. 127). Λεπτομέρειες νέες και περισσότερες δίνει ο μυθογράφος Απολλόδωρος.25 Εκεί ο Απολλόδωρος αναφέρει δυο παραλλαγές σχετικές με τη σωτηρία της Άλκηστης: Τη μία ότι η Κόρη έστειλε πίσω στη ζωή την Άλκηστη, την άλλη ότι ο Ηρακλής κατέβη στον Κάτω Κόσμο και πάλεψε με τον ίδιο τον Άδη. Η δεύτερη είναι λεκτική παραλλαγή της πάλης του Ηρακλή και Θανάτου μέσα στον τύμβο της ηρωΐδας. Το ότι ο Απόλλων επέτυχε τη συγκατάθεση των Μοιρών με το να τις μεθύση, τούτο είναι πληροφορία που την αναφέρει ο Αισχύλος.26
Από τα προηγούμενα και ιδίως από ωρισμένα περιστατικά, όπως π.χ. από την πρωτόγονη ηθική που διέπει τον μύθο, απ’ τις Μοίρες που μπορεί κανείς να τις μεθύση κι’ έτσι να τους αλλάξη τη γνώμη, και από τον Θάνατο που δεν είναι απρόσωπο φαινόμενο αλλά παρουσιάζεται ως υλική και στερεή ουσία προσωποιημένη έτσι που να μπορή να τον κατανικά σε πάλεμα ένας πανίσχυρος θνητός, από όλα αυτά και άλλα παρόμοια γίνεται φανερό ότι κατ’ ουσία πρόκειται για λαϊκό παραμύθι,27 που πήρε αργότερα τη μορφή συγκεκριμένου μύθου.
Το πρόβλημα του αρχαίου αυτού μύθου και της σχέσεώς του με τον κόσμο των παραμυθιών (ιδίως με νεώτερα παραμύθια διαφόρων λαών) το εξετάζει ο A. Lesky28 σε μιαν εργασία του, που ο H. J. Rose την ονομάζει «έξοχη και σοφή μονογραφία»,29 και επίσης ο καθηγητής Γ. Μέγας σε μιαν εξαιρετική μελέτη του,30 για την οποία ο ίδιος H. J. Rose σε άλλο βιβλίο του31 παρατηρεί ότι περιέχει «πολύτιμες συμπληρώσεις και διορθώσεις» στην εργασία του A. Lesky.
Πρώτος τη συγγένεια των νεοελληνικών τραγουδιών του Πόντου με την αρχαία Άλκηστη την τονίζει ο σοφός Ν. Πολίτης ήδη από το 1909. Τη γνώμη του αυτή ο Ν. Πολίτης αναφέρει με συντομία, την συνοδεύει όμως με την εξής αξιοσημείωτη παρατήρηση: Ότι του αρχαίου μύθου «διαφαίνεται ίσως η επίδρασις και εις τας διασκευάς του Έπους, όπου η σύζυγος του Διγενή, μετά την ματαίαν εις τον θεόν δέησιν περί σωτηρίας του ανδρός της, θνήσκει παρά την κλίνην αυτού εκπνέοντος».32 Μετά τον Πολίτη για το ίδιο θέμα έχει γράψει ο καθηγητής Ν. Ανδριώτης το 1930.33 Όπως συνάγεται από το άρθρο του, ο Ν. Ανδριώτης κατέληξε στο συμπέρασμά του ανεξάρτητα από τη γνώμη του Ν. Πολίτη, που δεν την είχεν υπόψη του, παίρνοντας αφορμή από τη συλλογή Ακριτικών ασμάτων του Γ. Σουμελίδη. Τρίτος κατά σειρά επεξεργάζεται το ίδιο θέμα ο καθηγητής Γ. Μέγας στην προαναφερθείσα εκτενή μονογραφία του, δημοσιευμένη στα γερμανικά, όπου συγκεντρώνει και συγκρίνει πλήθος ομοίως μυθολογικών διηγήσεων από διαφόρους άλλους λαούς.
Μετά την προηγηθείσα έρευνα των τριών ερευνητών, και προ παντός μετά τη δημοσίευση της μελέτης του καθηγητού Γ. Μέγα, το θέμα της συγγένειας του αρχαίου μύθου και των σημερινών παραμυθιών έχει ικανοποιητικά φωτισθή. Εξετάζοντας όμως το θέμα τούτο μέσα στις σελίδες του Αρχείου Πόντου, του μοναδικού και στοργικού αυτού θησαυροφυλακείου για κάθε θησαυρό του Ποντιακού λαϊκού πολιτισμού, σωστό είναι να προσέξωμε ιδιαίτερα μερικές αντιστοιχίες αρχαίου και νέου μύθου, οι οποίες μας δίνουν νέες και αξιόλογες απόψεις ως προς τη μορφή του θέματος και ως προς τον τρόπο της επεξεργασίας του.
Στον αρχαίο μύθο, ο θεός Απόλλων είναι εκείνος που κατορθώνει ώστε να γίνη δεκτή από τις Μοίρες η συμβιβαστική λύση για αντικατάσταση του μελλοθάνατου συζύγου με άλλο συγγενικό πρόσωπο, εθελοντικά προσφερόμενο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ποντιακό τραγούδι τον μεσολαβητικό τούτο ρόλο αναλαμβάνει ο Άγιος Γεώργιος.34 Στη θέση του αρχαίου θεού, προσωπικού φίλου του μελλοθάνατου Αδμήτου, υπάρχει τώρα ο χριστιανικός Άγιος, προσωπικός προστάτης του Διγενή και εδώ και σε διάφορα άλλα Ακριτικά τραγούδια. Τις παντοδύναμες αρχαίες Μοίρες, που δεν μπορούσαν ούτε οι θεοί να τους αλλάξουν τη βουλή, τώρα τις αντικαθιστά ο Θεός. Οι Ποντιακές παραλλαγές αντί του Αγίου Γεωργίου αναφέρουν ως μεσολαβητή και τον ίδιο το Χάρο.35 Σύμφωνα όμως με τη γενικώτερη ελληνική παράδοση, ο Χάρος είναι ακατάλληλος για το ρόλο στοργικού μεσολαβητή, τέτοιου που να αποβλέπη να σώση τη ζωή των θνητών.
Αξιόλογη είναι η σύγκριση στο χαρακτήρα του αρχαίου Αδμήτου και του αντίστοιχου Ποντιακού Ακρίτα. Ο Άδμητος παρουσιάζεται ως ένας δειλός επαίτης, που παρακαλεί και δέχεται για χάρη του τον άμεσο θάνατο οιουδήποτε άλλου οικείου του. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη και ηθική ισορροπία ανάμεσα στο μεγαλείο της αυτοθυσίας και στην αναξιότητα του ανθρώπου που ζητιανεύει όλη τη ζωή των άλλων. Η εκ των υστέρων από τον Ευριπίδη προσθήκη ηθικών χαρισμάτων (καλωσύνης, ευγένειας κλπ.), που ο τραγικός τα αποδίδει στον Άδμητο,36 δεν αρκεί για να εξουδετερώση τις δίκαιες αντιρρήσεις του θεατού για τον περίεργο ρόλο του Αδμήτου. Φαίνεται πιθανώτερο ότι η συμπεριφορά αυτή, όσο κι αν φαίνεται σήμερα σε μας άνανδρη, θα φαινόταν εντελώς ορθή στη σκέψη των πρώτων εκείνων ανθρώπων, την εποχή που συνετέθη ο μύθος, επειδή τότε η ζωή ενός άντρα εθεωρείτο ότι άξιζε πολύ περισσότερο απ’ τη ζωή μιας γυναίκας.37 Η ιδέα της ισότητας των δύο φύλων, ανδρικού και γυναικείου, ανήκει –όπως και τόσες άλλες άξιες ιδέες του σημερινού πολιτισμού μας– στην κλασσική Ελλάδα. Την εποχή όμως που αρχικά έγινε ο μύθος που εξετάζουμε, η ιδέα αυτή δεν είχεν ακόμη διαμορφωθή, για τούτο και ο παλαιός μύθος ακόμη και στα χρόνια της κλασσικής Ελλάδας εξακολουθεί να διασώζη τη δική του την ηθικά πρωτόγονη φυσιογνωμία.
Αντίθετα με όλα αυτά, ο ήρωας των Ποντιακών παραλλαγών γίνεται πιο συμπαθέστερος από τον Άδμητο. Η συμπάθεια προέρχεται διότι ο νεοελληνικός Ακρίτας δεν ζητάει ολόκληρη τη ζωή των άλλων, αλλά ένα μέρος της ζωής αυτής, το μισό. Θα ζήσουν οι άλλοι τριάντα ή και σαράντα χρόνια ακόμη, ας του χαρίσουν τα μισά.
Ενώ όμως γίνεται συμπαθέστερος ο σημερινός ήρωας, γίνονται αντιπαθητικοί οι γονείς του διότι δεν δέχονται να χαρίσουν38 ούτε ένα μέρος από την πολυετή ζωή που ακόμη τους απομένει. Παρ’ όλη όμως τη συμπάθεια προς τον ήρωα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νεοελληνικός αυτός συμβιβασμός είναι χρονικά νεώτερος και ποιοτικά πλαδαρός. Διότι η Μοίρα δεν θα δεχόταν αρχικά την οριστική ματαίωση ενός θανάτου που είχεν ορισθή να συμβή τις μέρες εκείνες. Η Άτροπος δεν μετατρέπει τις αποφάσεις της. Ήταν μεγάλη και σπανιώτατη υποχώρηση της Μοίρας, έστω και γελασμένης πάνω στο μεθύσι της, ότι εδέχθη να γίνη η αντικατάσταση στα πρόσωπα.
Η ανάμειξη όμως του Διγενή39 προσωπικά μέσα στην υπόθεση του κληρονομημένου από την αρχαιότητα μύθου προκαλεί δυο αξιόλογες τροποποιήσεις και συνεπώς απόψεις στο όλο θέμα, τις εξής:
1. Η πρώτη αφορά το νόημα της αυτοθυσίας της νέας γυναίκας για χάρη του άντρα της. Η αρχαία Άλκηστη προβαίνει στην αυτοθυσία της για έναν άντρα όχι ιδιαίτερα σπουδαίον. Άλκηστη και Άδμητος είναι ηθικά άνισοι. Η σημερινή όμως γυναίκα του Ποντιακού τραγουδιού παρουσιάζεται σύμμετρη σε ανάστημα, σωστότερα μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι με την πρόθυμη αυτοθυσία της υψώνεται ως το μεγαλειώδες ανάστημα του συζύγου της, που δεν της είναι μονάχα ο άντρας της, αλλά και ο πιο δυνατός και πιο άξιος άντρας όλου του μεσαιωνικού και του νεώτερου Ελληνισμού. Για έναν τέτοιον αξίζει η θυσία ακόμη και της ζωής της. Για τούτο και, όταν της λένε ότι έχει να ζήση αυτή άλλα σαράντα χρόνια και τη ρωτούν αν δέχεται να δώση τα μισά, περήφανη εκείνη σ’ άλλες παραλλαγές απαντάει ότι με χαρά της δίνει τα μισά αυτά και σ’ άλλες παραλλαγές αποκρίνεται με τον εξής περίφημο στίχο (Λαογρ. 1, 249 αρ. 38 στίχ. 24):
– Και τα σεράντα δοίγ’ ατόν, κι’ άλλα σεράντα τόσα.
2. Η δεύτερη περίπτωση αφορά το θέμα της πάλης ενός θνητού με τον ακατάβλητο Δαίμονα του θανάτου. Ο αρχαίος Θάνατος, όπως περιγράφεται στο μύθο της Άλκηστης, έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον Χάρο της νεοελληνικής λαογραφίας. Και ο αρχαίος στην Άλκηστη και ο σημερινός στα Ακριτικά και στα Μοιρολόγια παρουσιάζεται ως σωματικά δυναμικός και επίσης ως αδιάφορος και σκληρόκαρδος που συμποσιάζει πλάϊ στους νεκρούς (Άλκηστις, στίχ. 844-845, «Θάνατον φυλάξω,… πίνοντα τύμβου πλησίον…») ή με τους νεκρούς ως υπηρέτες του συμποσίου του (συνηθισμένο θέμα ιδίως σε μοιρολόγι μικρού παιδιού).
Εξ άλλου, το ρόλο του θνητού στον αρχαίο μύθο έχει ο Ηρακλής, ενώ στα Ποντιακά τον έχει ο νέος Ηρακλής, ο Διγενής. Και ο αρχαίος Ηρακλής και ο σημερινός Διγενής θ’ αρπάξουν τον Χάρο με τον ίδιο τρόπο παλέματος, σφίγγοντάς του δυνατά τη μέση.40 Ελατήρια επίσης που προκαλούν το πάλεμα τούτο θνητού και Χάρου είναι τα ίδια, επειδή τίμημα της νίκης είναι το αν θα κερδηθή ή όχι μια ζωή που ο Χάρος έρχεται τη στιγμή εκείνη για να την πάρη. Και στην αρχαία και στη νεοελληνική περίπτωση το πάλεμα πραγματοποιείται, ο δυνατός θνητός ήρωας νικά τον Χάρο και η ζωή που κινδυνεύει κερδίζεται. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι στον αρχαίο μύθο κερδίζεται μόνιμα, ενώ στη νεοελληνική παραλλαγή τούτο είναι προσωρινό, διότι ο Χάρος ή επιστρέφει και στήνει ενέδρα ή στη συνέχεια της πάλης χρησιμοποιεί δόλο (τρικλοποδιά ή πιάσιμο από τα μαλλιά) ή ξεμακραίνει και παρά το στοίχημά τους χρησιμοποιεί το τόξο του. Όλες αυτές οι αντικανονικές επιτυχίες του Χάρου δεν είναι παρά η καλύτερη ομολογία της ήττας του που προηγήθηκε.
Αφού στην παράδοση του Ποντιακού λαού έχουν διατηρηθή τόσα πολλά αρχαιοπινή στοιχεία, δεν αποκλείεται και η συνύπαρξη αυτή εδώ των δύο θεμάτων (δηλ. της πάλης Διγενή και Χάρου και της συμπεριφοράς της γυναίκας του ως Άλκηστης) να οφείλεται σε κάποιαν άμεση ή έμμεση, αδιάκοπη όμως, παλιά παράδοση. Ενωμένα σε ενιαίο κύκλο των ίδιων προσώπων παρουσιάζονται τα δυο αυτά επεισόδια και τώρα, όπως ενωμένα σε ίδια πρόσωπα ήσαν και στον αρχαίο μύθο. Γιατί λοιπόν να μην υπήρχε μια μεσαιωνική μυθολογική διήγηση ενιαία, που να μιλούσε για το ότι ο Χάρος ήρθε να πάρη τη ζωή ενός άντρα, ότι η γυναίκα του προσφερόταν να πεθάνη για εκείνον, και ότι έγινε τότε πάλη ενός δυνατού θνητού με τον Χάρο, κατά την οποία νίκησεν ο θνητός;
Χωρίς να εννοώ ότι πρόκειται για σαφή κληρονομιά από την αρχαιότητα σ’ όλες τις πιο κάτω λεπτομέρειες, όμως πειράζομαι να σημειώσω μια νέα αντιστοιχία ανάμεσα στον αρχαίο μύθο και στον όμοιο νεοελληνικό: Στον αρχαίο μύθο έχομε τον Ηρακλή να παλεύη με το Θάνατο για να κερδίση την Άλκηστη, ή κατ’ άλλη παραλλαγή του ίδιου μύθου41 βλέπομε τον ίδιον Ηρακλή να κατεβαίνη κάτω στον Άδη και να παίρνη από εκεί τη νεκρή Άλκηστη. Κατά τον ίδιο τρόπο έχομε και νεοελληνικά παράλληλα, μάλιστα και τα δυο τους αποκλειστικά Ποντιακής καταγωγής, όπου ή α) ο Διγενής παλεύει με το Χάρο, αλλά μαζί υπάρχει και το θέμα της νεοελληνικής Άλκηστης που θυσιάζεται για τον άντρα της, ή β) έχομε παράλληλα το θέμα κατά το οποίο πεθαίνει η καλή του Διγενή και τότε αυτός ως άλλος Ηρακλής ετοιμάζεται και κατεβαίνει κάτω στον Άδη για να την απελευθερώση. Αυτό είναι το θέμα του τραγουδιού, που σε ειδικό φάκελλο του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών (με στοιχεία Ακρ. 1, 38) επιγράφεται «Η κατάβασις εις τον Άδην» και του οποίου γνωστές παραλλαγές υπάρχουν τρεις, Ποντιακές όλες, οι εξής: Αρχ. Πόντ. 1 (1928) σελ. 78 αρ. 10 στίχοι 24, Ποντιακή Εστία Α΄ (1950) τεύχ. 10 σελ. 587 και Λαογρ. Αρχ. χειρόγραφο 31 (102-105, 4).
Και μόνα τους τα δυο αυτά τελευταία αντίστοιχα παραδείγματα μας δείχνουν πόσο ιδιόρρυθμα στοιχεία περιέχει η Ποντιακή Ακριτική ποίηση και πόσο χρήσιμα μπορεί να μας αποβούν στην προσπάθεια εξακριβώσεως κοινών ή έστω παρόμοιων σημείων παραδόσεων μεταξύ αρχαίας και νεώτερης ζωής.
Κ. Ρωμαίος
(Αυτούσια μεταφορά από το «Τα Ακριτικά τραγούδια του Πόντου»,
Αρχείον Πόντου 17 [1952], 155-171.)
_____