«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα. Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωναν τον αριθμό των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ’ άγνωστα μέρη.
»Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί χωρίς φαγητά, χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παραέξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής, μέχρι να πεθάνουν…»