Στον Πόντο είναι το ταούλιν (ταούλ’), οι υπόλοιποι το γνωρίζουν ως νταούλι, τύμπανο. Το ήξεραν όμως και οι Βυζαντινοί ως ένα κατεξοχήν ρυθμικό όργανο το οποίο ωστόσο έπρεπε να «ζευγαρώσει» με ένα μελωδικό όργανο προκειμένου να δημιουργήσει μια ζυγιά, δηλαδή ένα παραδοσιακό οργανικό συγκρότημα. Έτσι ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους η πιο χαρακτηριστική ζυγιά που μπορεί κανείς να συναντήσει είναι το νταούλι μαζί με το ζουρνά.
Η έντασή τους θα τα χρίσει ως το «δίδυμο» των χορών και γενικά των διασκεδάσεων, κυρίως σε ανοιχτούς χώρους. Άλλοτε το νταούλι συνοδεύει το αγγείον (τουλούμ’).
Στα μεγάλα πανηγύρια των παρχαριών ο κάθε κύκλος χορού αποτελείται από 20 έως και 200 άτομα. Οι μουσικοί της ζυγιάς βρίσκονται στη μέση του κύκλου και τον διατρέχουν από τον πρώτο ως τον τελευταίο χορευτή για να σιγουρευτούν ότι ακούνε όλοι.
Η Μυροφόρα Ευσταθιάδου γράφει ότι ο ίδιος ο οργανοπαίχτης θα κάνει μία φορά το τσάκωμα και στη συνέχεια ακολουθεί όλος ο κύκλος. Ορισμένοι ερευνητές υπογραμμίζουν την «επικοινωνία» ανάμεσα στον πρωτοχορευτή και τον ταουλτσή: «παίζω με τον τρόπο που χορεύει», λέει ο ένας. «Χορεύω με τον τρόπο που χτυπάει το τύμπανο», λέει ο άλλος.
Ο ταουλτσής παίζει πάντα όρθιος, είτε βρίσκεται σε ανοιχτό είτε σε κλειστό χώρο.
Το νταούλι είναι κρεμασμένο από τον αριστερό του ώμο ώστε στα δεξιά του να είναι η δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον βαρύτερο ήχο. Εκεί χτυπάει με τον κόπανο, το πιο χοντρό ξύλο που κρατάει με το δεξί του χέρι, και δίνει τους ισχυρούς τόνους του μέτρου. Στο αριστερό χέρι έχει τη βέργα που δίνει οξύτερο ήχο και δίνει τους αδύνατους τόνους.
Ο καλός μουσικός ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του με ενδιάμεσα χτυπήματα – υποδιαιρέσεις των ισχυρών και των αδύνατων χρόνων. Παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια, για παράδειγμα δυνατά ή σιγά, ή μαλακά και ξυστά, ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά και έναν διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου.
Όπως συνέβαινε και με τα περισσότερα παραδοσιακά μουσικά όργανα, ο οργανοπαίχτης είναι συνήθως ο κατασκευαστής. Το όργανο αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο σκεπασμένο στις δυο παράλληλες βάσεις του με δέρμα συνήθως από γίδα ή τράγο και παλαιότερα από πρόβατο, που συνήθως τεντώνεται και κουρδίζεται με σκοινί.
Το μέγεθος ενός νταουλιού το καθορίζει όχι μόνο η μουσική παράδοση του κάθε τόπου αλλά και «ο ταουλτσής που φτιάχνει το νταούλι στα μέτρα του», γράφει ο Φοίβος Ανωγειανάκης. Στον Πόντο συνήθιζαν τα νταούλια μεγάλου μεγέθους. Γενικά πάντως τα μεγέθη κυμαίνονται από τα 25 εκατοστά έως το ένα μέτρο για τη διάμετρο της δερμάτινης επιφάνειας και από 20 έως 60 εκατοστά για την απόσταση ανάμεσά τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Φ. Ανωγειανάκης, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1991.
Μ. Ευσταθιάδου, «Το πανηγύρι στην Κατίρκαγια (Kadirga) του Πόντου, ο κοινωνικός και πολιτισμικός του ρόλος», στο Μ. Σέργης, Πόντος: Θέματα Λαογραφίας του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Αλήθεια, Αθήνα 2008.
S. Topalidis, «The Daouli drum», ανάκτηση από http://pontosworld.com/index.php/music/instruments/1317-the-daouli-drum, 2014.
Λήμμα «ταούλιν», στο Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007.