O ζουρνάς ή η ζουρνά, κατά την περσική εκδοχή, έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο οξύαυλο. Στον ελλαδικό χώρο, ηπειρωτικό και νησιώτικο, είναι η καραμούζα ή η πίπιζα. Όπως όμως και αν το πει κανείς, δύσκολα μπορεί να μπερδέψει τον ζουρνά με κάποιο άλλο όργανο: το διπλό του γλωσσίδι του χαρίζει έναν οξύ και διαπεραστικό ήχο.
Κι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του είναι εκείνο που τον έκανε παντοτινό «ζευγάρι» με το νταούλι (ταούλ’).
Το δίδυμο ζουρνάς-νταούλι, ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, ήταν η πιο χαρακτηριστική ζυγιά (συνδυασμός μουσικών οργάνων) των γιορτών και των γάμων, αφού στην εποχή όπου δεν υπήρχαν οι ενισχυτές ο ήχος έφτανε μέχρι και τον τελευταίο θεατή.
Και στον Πόντο θεωρείται ένα λαϊκό όργανο. Ζουρνάδες συναντά κανείς σε όλες τις περιοχές, και μάλλον ήταν το κυρίαρχο όργανο με το οποίο εκτελούνταν οι ποντιακοί χοροί. Τον καθιέρωσαν κυρίως τα πανηγύρια των παρχαριών, αφού ο ανοιχτός χώρος κάνει τη χρήση της λύρας σχεδόν απαγορευτική σε αντίθεση με την ηχητική ένταση του ζουρνά, που δίνει τη δυνατότητα να χορεύουν πάρα πολλά άτομα ακούγοντάς τον. Οι μουσικοί της ζυγιάς βρίσκονται στη μέση του κύκλου των χορευτών και τον διατρέχουν από τον πρώτο ως τον τελευταίο για να σιγουρευτούν ότι ακούνε όλοι.
Έτσι ο τρόπος που αναπνέουν αυτοί οι οργανοπαίκτες απαιτεί ιδιαίτερη εξάσκηση. Όπως και σε άλλα πνευστά παραδοσιακά όργανα, χρησιμοποιείται η τεχνική της κυκλικής αναπνοής. Οι οργανοπαίχτες ενώ φυσούν από το στόμα και ο ζουρνάς παράγει ήχο, ταυτόχρονα παίρνουν αέρα από την μύτη και τον αποθηκεύουν στη στοματική κοιλότητα προκειμένου να μην σταματάει ποτέ η ροή του αέρα στο μουσικό όργανο.
Η ιδιομορφία του ήχου του είναι πλεονέκτημα αλλά και μειονέκτημα ταυτόχρονα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν να τραγουδήσουν συνοδεία ζουρνά. Έτσι, και καθώς το τραγούδι είναι συνυφασμένο με ην ποντιακή διασκέδαση, στα πανηγύρια οι μεγάλες παρέες χορεύουν με το ζουρνά και οι μικρότερες τραγουδούν με τη λύρα.
Στις περισσότερες καταγραφές που υπάρχουν για την ποντιακή μουσική, στη ζυγιά ο ζουρνάς είναι μόνον ένας.
Ωστόσο, η εκπομπή του Γιώργου Μελίκη «Το τραγούδι και ο τόπος του» ανακάλυψε στην Κομοτηνή Πόντιους πρόσφυγες που παίζουν τον «κλασικό» συνδυασμό: δυο ζουρνάδες και ένα νταούλι. Ο πρώτος για τη μελωδία και ο δεύτερος για το ίσο.
Το μέγεθος του ζουρνά διαφέρει από περιοχή σε περιοχή του Πόντου. Στην περιοχή της Ματσούκας συναντάμε το μικρότερο μέγεθος, περίπου 25-30 εκ., με πολύ οξύ ήχο.
Στις υπόλοιπες περιοχές του Πόντου κυριαρχεί το μεσαίο μέγεθος, που συνήθως κυμαίνεται στα 40-45 εκ. Στην Μπάφρα συναντάται το μεγαλύτερο μέγεθος, στα 60 εκ.
Συνήθως κατασκευαστής ήταν ο ίδιος ο οργανοπαίχτης, και τα ξύλα διάφορα: από απλό καλάμι έως οξιά, κερασιά, καρυδιά, ελιά, κουμαριά, βερικοκιά, σφεντάμι, ρείκι, μαυρομουριά. Τα πιο σπάνια ήταν τα εβένινα.
Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη: τον κυρίως ζουρνά, τον κλέφτη, και το κανέλι με την τσαμπούνα (τσιμπόν). Ο σωλήνας του ζουρνά –συνήθως ελαφρά κωνικός, κάποτε και κυλινδρικός– καταλήγει σ’ ένα χωνί, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό. Ωστόσο σημαντικό ρόλο στην ποιότητα του ήχου παίζει η τσαμπούνα, κοινώς το γλωσσίδι.
Στο «τελετουργικό» του ζουρνατζή πριν από κάθε παίξιμο περιλαμβάνεται το να σαλιώσει και να «μασήσει» ελαφρά την τσαμπούνα προκειμένου να μαλακώσει και να αποδώσει καλύτερα. Άλλοτε, για να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα ρίχνουν μέσα στο ζουρνά νερό ή οινοπνευματώδες ποτό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. Ευσταθιάδου, «Το πανηγύρι στην Κατίρκαγια (Kadirga) του Πόντου, ο κοινωνικός και πολιτισμικός του ρόλος», στο Μ. Σέργης, Πόντος: Θέματα Λαογραφίας του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Αλήθεια, Αθήνα 2008.
«Μουσικά όργανα του Πόντου», ανάκτηση από Σύλλογος Ποντίων «Ακρίτες»: http://www.akrites.de/sites/gr/instrumente_pontos.htm, 2014.
Γ. Μπαξεβάνης, «Μουσικολογική και ακουστική προσέγγιση του ζουρνά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας», αδημοσίευτη πτυχιακή εργασία, ΤΕΙ Κρήτης, Ρέθυμνο 2006.
Λήμμα «Ζουρνά», στο Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007.