Ο ήχος του είναι ζεστός και μελαγχολικός και παραπέμπει στα βουνά και στην ποιμενική ζωή. Στον Πόντο σε ορισμένες περιοχές το έλεγαν χειλιαύλιν (χειλίαυλος) και στις περισσότερες καβάλ’ ή γαβάλ’, λέξη που προέρχεται και πάλι από τον αυλό.
Το κατεξοχήν μουσικό όργανο του τσοπάνου, όργανο πνευστό, είναι ευρύτερα γνωστό ως φλογέρα.
Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή τοιχογραφία και μικρογραφία μάς λένε ότι η παρουσία του συγκεκριμένου οργάνου στον ελλαδικό χώρο, αλλά και στον ελληνισμό της εγγύς Ανατολής, υπάρχει ήδη από τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής εποχής. Ο Φοίβος Ανωγειανάκης επισημαίνει ότι η φλογέρα δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον αρχαιοελληνικό αυλό, αφού δεν έχει ούτε γλωττίδα ούτε κάποιο πρόσθετο κομμάτι.
Το καβάλ’ φτιάχνεται από καλάμι, ξύλο, μπρούτζο, σίδερο ή κόκαλο, και στα μεταπολεμικά χρόνια από πλαστικό. Συνήθως αποτελείται από τρία ξεχωριστά κομμάτια που συνδέονται μεταξύ τους, και το μήκος του μπορεί να είναι από 30 έως 80 εκ. Έχει έξι τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία από την άλλη, ή έξι τρύπες μπροστά και μία πίσω για τον αντίχειρα.
Για το παίξιμό του απαιτείται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, ενώ με ειδικές τεχνικές το καβάλ’ μπορεί να μιμηθεί και τον ήχο του κλαρίνου. Το όργανο κρατιέται λίγο λοξά, προς τα δεξιά αν μιλάμε για δεξιόχειρα, έτσι ώστε όταν ο οργανοπαίχτης φυσάει, ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι οξεία κόχη του χείλους και να δημιουργεί ήχο.
Με το μαλακό φύσημα δίνει χαμηλούς φθόγγους, με πιο δυνατό φύσημα και τους ίδιους δακτυλισμούς ανεβαίνει μια οκτάβα ψηλότερα. Οι χαμηλοί φθόγγοι είναι συνήθως μουντοί και βραχνοί ενώ αντίθετα οι φθόγγοι στην αμέσως επόμενη οκτάβα είναι πιο διαπεραστικοί ή ακόμα και οξείς.
Όταν κάποιος παίζει καβάλ’ συνήθως χρησιμοποιεί μελωδικά στολίδια, όπως τρίλιες και τρέμολα ώστε η μονοφωνική μελωδία να αποκτά νεύρο και έκφραση.