Μπορεί να το συναντήσει κανείς με αρκετά ονόματα. Στην Ελλάδα ήρθε κατά πάσα πιθανότητα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μ.Χ. και ονομάστηκε άσκαυλος (ασκός+αυλός). Περισσότερο γνωστό σήμερα είναι ως αγγείον. Στον Πόντο το έλεγαν και τουλούμ’, τούλουμπαν και τουλούμ-ζουρνά. Στα νησιά είναι η τσαμπούνα, και στη Μακεδονία και τη Θράκη η γκάιντα. Ως γκάιντα το χρησιμοποιούν και οι Σλάβοι.
Όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα λαϊκά όργανα, έτσι και στο αγγείον ο τουλουμτζής (οργανοπαίχτης) είναι και ο κατασκευαστής.
Για την κατασκευή του οργάνου χρησιμοποιείται επεξεργασμένο δέρμα προβάτου ή κατσίκας, το οποίο το γυρίζουν ανάποδα ώστε το τρίχωμα να είναι στη μέσα μεριά. Έτσι ολόκληρο το τομάρι του ζώου μετατρέπεται σε ένα είδους αεροθάλαμου που κρατείται κάτω από τη μασχάλη.
Μέσω του ειδικού επιστόμιου σωλήνα που τοποθετείται επάνω στον στεγανοποιημένο ασκό, ο οργανοπαίχτης, ενώ παίζει, φυσά ανά διαστήματα προκειμένου να αναπληρώσει τον αέρα που φεύγει από τους αυλούς. Η αναπνοή του γίνεται από το διάφραγμα και όχι με το στήθος και εκεί βρίσκεται η εξήγηση στο γιατί μπορεί κάποιος να παίζει τόσες ώρες χωρίς να κουράζεται.
Ενώ όμως στην γκάιντα του ελλαδικού χώρου και των Σλάβων είναι τοποθετημένος μόνο ένας αυλός με τις κανονισμένες τρύπες και ο άλλος λειτουργεί σε διαφορετική θέση του οργάνου για να κρατάει απλώς το «ίσο», με το αγγείον του Πόντου τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ειδικός αυλός για «ίσο» δεν υπάρχει. Υπάρχουν δύο αυλοί, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ομοιόμορφοι και με ισάριθμες τρύπες. Οι δύο αυτοί αυλοί παίζουν ταυτόχρονα, ομόηχα και στον ίδιο ακριβώς τόνο.
Ως όργανο ήταν γνωστό σε όλες σχεδόν τις περιοχές του Πόντου, αλλά μαζί με τη λύρα είναι το αγαπημένο όργανο του ανατολικού Πόντου.
Το αγγείον το συναντάμε και χωρίς συνοδεία άλλων μουσικών οργάνων, αλλά και στα πανηγύρια αφού ο έντονος ήχος του βοηθά στο να ακούγεται σε μεγάλη απόσταση.
Καλός τουλουμτζής θεωρείται εκείνος που βάζει «στολίδια» στο παίξιμό του ώστε η μελωδία να καλλωπίζεται διαρκώς. Τα «στολίδια» αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες και μικρές νότες και το τσάκισμα της φωνής, όπου μια νότα της μελωδίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως ψηλότερη ή χαμηλότερη από αυτήν νότα.
Σύμφωνα με τον Φοίβο Ανωγειανάκη, όταν ο οργανοπαίχτης παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια κλείνει τη μία μόνο από τις δύο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου αυλού, «τότε πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα».