Τα γιατροσόφια που συνιστούσε η λαϊκή ιατρική στον Πόντο ήταν ένας συνδυασμός από βότανα και αλοιφές, και η εφαρμογή ορισμένων θεραπευτικών μεθόδων γενικά. Πρώτα, βέβαια, οι ειδικοί έκαναν μια πρόχειρη διάγνωση, αυτοσχέδια, και η θεραπεία που ακολουθούσε ήταν ανάλογη κάθε φορά. Αν, για παράδειγμα, ο άρρωστος είχε ελονοσία, τον γιάτρευαν με φυλαχτά. Αν είχεν τον ψύχον, ελάρωναν ατον με τα νουσχάδας. Επρόκειτο για ένα-δυο χαρτιά στα οποία συνήθως ήταν γραμμένος ο 49ος ψαλμός. Αν είχε το βαράμ (χτικιό), του έδιναν να πιει γάλα γαϊδούρας. Με νουσχάδας (φυλαχτά) θεράπευαν τις έντονες ημικρανίες, την ανικανότητα κτλ.
Συχνά ακολουθούσαν την ομοιοπαθητική μέθοδο, μια και πίστευαν ότι το κακό, ή η βρομιά, θεραπεύεται με το κακό, τη βρομιά (το μουρτάρ’ εβγάλ’ το μουρτάρ’). Το πλέον πρόχειρο αντισηπτικό τους ήταν η πίσσα. Τα άφθονα βότανα της περιοχής χρησίμευαν στην παρασκευή πολλών ιδιοσκευασμάτων.
Μια άλλη θεραπευτική μέθοδος ήταν το χαρτοδάβασμαν· διαβάζανε δηλαδή, συνήθως πάνω από το κεφάλι του ασθενούς, ψαλμούς, προσευχές ή ξόρκια, κι έτσι πίστευαν ότι τον θεράπευαν (ή τον διάβαζε ο παπάς).
Οι σχετικές λαϊκές δοξασίες ήταν, καμιά φορά, αληθινά παράδοξες. Για παράδειγμα, πίστευαν ότι όπως το φίδι –το δηλητήριό του– είναι θανατηφόρο για τον άνθρωπο, το ίδιο συμβαίνει και με το σάλιο του ανθρώπου για το φίδι. Αν ένας άνθρωπος έπιανε ένα φίδι κι έφτυνε μες στο στόμα του, πίστευαν ότι το φίδι τότε ψοφούσε (τ’ ανθρωπί’ το φτύσμαν έν’ φαρμάκ’ σ’ οφίδα).
Τον ίκτερο (κιτρινάδι) τον θεράπευαν δίνοντας στον άρρωστο να πιει ούρα ανθρώπινα, ιδίως μικρού παιδιού (ή μικρόσωμου ζώου). Για τον τύφο η θεραπεία ήταν να ντύσουν τον άρρωστο με κόκκινα ρούχα. Εννοείται, βέβαια, ότι ο ασθενής ακολουθούσε πάντοτε και το ανάλογο διαιτολόγιο: έτρωγε συνήθως ελαφρά φαγητά, σούπες, γαλακτερά κτλ. Καίριο ρόλο στην οποιαδήποτε θεραπευτική μέθοδο έπαιζε επιπλέον και η υποβολή ή η θρησκευτικότητα. Αν ο άρρωστος μπορούσε να πάει στην εκκλησία, τότε εδάβαζεν ατον ο ποπάς. Αν δεν μπορούσε, έστελναν το τσεμπέρι ή το φέσι του, ανάλογα με το φύλο, και το έβαζαν κάτω από την Αγία Τράπεζα ή μπροστά από την ωραία πύλη, όταν διάβαζε ο παπάς το ευαγγέλιο.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία.