Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους εθνικιστές είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό οι πληθυσμοί εκτοπίζονταν τον χειμώνα και την εξόντωση την πραγματοποιούσε, σε μεγάλο βαθμό ίσια η φύση. Οι εκτοπισμένοι δεν οδηγούνταν σε Άουσβιτς, αλλά η ίδια η πορεία ήταν ένα Άουσβιτς.
Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων των αντρών από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους στα τάγματα εργασίας. Η πλειονότητα τους στάλθηκε στις περιοχές μεταξύ Σεβάστειας και Βαν για την κατασκευή δρόμων. Παράλληλα, αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα το επάγγελμα τους και επιπλέον απαγόρευσαν στους μουσουλμάνους να συνεργάζονται με αυτούς επαγγελματικά, με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές αρχές. Κατ’ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωρία κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας και βιάζοντας.
Οι Αυσρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τούρκικους πληθυσμούς, καθώς από «τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία». Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν πρωτοφανείς μεθόδους για την εξόντωση των Ελλήνων, όπως την εκτόπιση των πλυθησμών μέσα στον χειμώνα, χωρίς να επιτρέπουν στους εκτοπιζόμενους να πάρουν μαζί τους τρόφιμα, ούτε στρωματά. Δεν επέτρεπαν την στάθμευση των εκτοπιζόμενων σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε έρημα μέρη και εκτεθειμένα στις άσχημες καιρικές συνθήκες, με βασικό στόχο την εξόντωση τους, εφόσον θα ήταν αναγκασμένοι να διαμένουν στην ύπαιθρο και επιπλέον δεν θα μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα. Απαγορεύονταν στους εκτοπιζόμενους να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδία και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και παθαίναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από τους στρατιώτες. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους σε ειδικούς λουτρώνες, οι οποίοι ιδρύθηκαν δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Εκεί τους εξανάγκαζαν να λουστούν με την επίκληση λόγων υγιεινής. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άντρες, γυναίκες και παιδία στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματα τους εν τω μεταξύ λεηλατούνταν. Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους ανάγκαζαν να παραταθούν στο χιόνι με θερμοκρασία κάτω του μηδενός, και να περιμένουν την επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν έρχονταν σε λιγότερο από μία ώρα. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεότεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή τους στο νοσοκομείο.
Οι Γαλλικές μυστικές αναφορές βρίθουν από στοιχεία για τις εκτοπίσεις αυτής της περιόδου. Σε αναφορά που βασίζεται σε στοιχειά του γιου του Ντζεμάλ πασά, σημειώνεται :«Εδώ και έξι εβδομάδες, σφαγές Ελλήνων κατά μάζες έλαβαν χώρα. Ο αριθμός των φονευθέντων φτάνει τις 40.000». Στις 5 Οκτωβρίου η Υπηρεσία Πληροφοριών του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού αναφέρει:«Από σοβαρές πηγές, 50.000 άτομα εξορίστηκαν στο εσωτερικό με τις γνωστές ήδη συνθήκες. Ο ελληνισμός των ακτών της Μαύρης Θάλασσας υπέστη απόλυτη εξόντωση».
Ήταν τέτοια η ένταση και η επέκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Παλαβιτσίνι έγραφε τον Ιανουάριο του 1918 :«Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς ». Την ίδια άποψη εξέφρασαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχήμπ πασάς, ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης. Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατκόφσκι ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εντασσόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Ο ίδιος θεωρούσε ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ό,τι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων. Οι φόβοι του Κβιατκόφσκι εδράζονταν στη διαπίστωση του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τούρκικου λαού.
Η επιτροπή του ελληνικού Υπουργείου Περιθάλψεως που στάλθηκε στον μικρασιατικό Πόντο κατέγραψε με λεπτομέρειες τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για την εξόντωση των Ελλήνων. Στις εκθέσεις της επιτροπής του υπουργείου, που έφτασε στον Πόντο το 1919 με αποστολή την καταγραφή των προβλημάτων του ελληνικού πλυθησμού, αναφέρονταν οι τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν για τη θανάτωση περισσότερων από 200.000 ατόμων. Εκτός από την περιοχή του Πόντου, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν δίωξης και κατά του ελληνικού πληθυσμού του Καυκάσου. Το 1915, όταν ο τουρκικό στρατός προέλαυνε στην περιφέρεια του Καρς, πλήθη Ελλήνων προσφύγων εγκατέλειπαν τις περιοχές τους φοβούμενοι τις σφαγές.
Σε αναλυτική έκθεση που υπεβλήθη στον συνταγματάρχη Κ. Κατεχάκη, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρονται με λεπτομέρειες οι απώλειες. Στην επαρχία Αμασείας από 136.798 Έλληνες εκτόπισαν τους 73.375, από τους οποίους διασώθηκε μόλις το 30%.Απο τους εκτοπισμένους επέστρεψε μόλις το 6%. Η επαρχία Κολωνείας καταστράφηκε εξολοκλήρου και ελάχιστοι Έλληνες κατάφεραν να διασωθούν. Από τους 167.450 Έλληνες της επαρχίας Χαλδίας- Κερασούντος εκτοπίστηκαν οι 90.000, ενώ 45.000 κατέφυγαν στη Ρωσία. Από τους εκτοπισμένους διασώθηκε το 2%. Από την επαρχία Τραπεζούντας, στην οποία κατοικούσαν 55.000 Έλληνες, εξορίστηκαν 5.000 άτομα, ενώ 26.000 διέφυγαν στη Ρωσία. Από τους εκτοπισμένους επέστρεψαν 400 άτομα. Από την επαρχία Ροδοπόλεως, από συνολικό αριθμό 24.000 Ελλήνων εκτοπίστηκαν 4.080 άτομα, ενώ 4.800 διέφυγαν προς τη Ρωσία.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Έλληνες του Πόντου” του Βλάση Αγτζίδη.